Ξεκάθαρη θέση υπέρ της δυναμικής παρέμβασης της ΕΚΤ πήρε η εκδοτική ομάδα των Financial Times με αφορμή το αδιέξοδο του πρώτου γύρου συνομιλιών του Eurogroup και πριν προκύψει εκεί συμφωνία. «

Για την επιβίωση της Ευρωζώνης και ολόκληρο το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενότητας μετά το 1945, είναι κορυφαίας σημασίας να μη σπαταλήσουν άλλο χρόνο», σχολίασε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι η μόνη λογική λύση θα έρθει μέσα από την ΕΚΤ.

Εμμέσως πλην σαφώς, η άποψη αυτή αφορά σε μια “κοινή προσπάθεια” πολύ μεγαλύτερη και πέρα από τις υφιστάμενες προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι, δηλαδή τη χρήση των 500 δισ. ευρώ του ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας). Ο λόγος είναι ότι αυτά τα χρήματα, με ή χωρίς όρους, δεν είναι αρκετά, τη στιγμή που «η κατάρρευση στην οικονομική δραστηριότητα το β’ τρίμηνο του έτους θα είναι η μεγαλύτερη στη σύγχρονη ιστορία. Ορισμένες κυβερνήσεις αναμένουν να κλείσουν το χρόνο με ελλείμματα ως και 20% του ΑΕΠ»!

Βασικό τους μέλημα, λοιπόν, θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της απασχόλησης και των κλάδων που πλήττονται περισσότερο. «Αν τα κράτη θέλουν να επιβιώσει η νομισματική ένωση», η ΕΚΤ θα πρέπει να αναλάβει πολύ μεγαλύτερο ρόλο, όπως κάνει η αμερικανική FED. «Πρέπει να είναι έτοιμη να αγοράσει κρατικά ομόλογα σε μεγάλες ποσότητες όσο χρειαστεί».

Σε ό,τι αφορά το κορωνοομόλογο, η τοποθέτηση της εφημερίδας είναι ότι –πάλι εμμέσως πλην σαφώς– είναι μάλλον αναπόφευκτο. «Η έκδοση κοινού χρέους κερδίζει έδαφος όσο γίνονται αισθητές οι επιπτώσεις της πανδημίας. Αν επικρατήσουν εκείνοι που αντιτίθενται [σ.σ.: τελικά ο συμβιβασμός είναι πιο κοντά στις θέσεις Ολλανδίας και Γερμανίας] δεν είναι ξεκάθαρο ποια κρίση θα ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να βγάλει την Ευρωζώνη από την κατάστασή της ως ελλιπούς, μόνιμα ευάλωτης νομισματικής ένωσης».

«Η ΕΚΤ χασομερά και οι πολιτικοί τσακώνονται»

Η δραματική πτώση της οικονομικής δραστηριότητας στη Γαλλία και τη Γερμανία, αλλά και η αύξηση του κόστους δανεισμού για τις χώρες του Νότου θα έπρεπε να ωθήσουν τις ευρωπαϊκές ηγεσίες πιο κοντά σε ένα συμβιβασμό. Στο σημείο που έχει φτάσει η παντελής απουσία συντονισμού και σύμπνοιας στην Ευρωζώνη και την ΕΕ γενικότερα, η όποια συμφωνία φαντάζει να εμπίπτει στο ρητό “too little too late”. Αυτή την αίσθηση αποκομίζουν τουλάχιστον οι αναλυτές της αγοράς, όπως τις καταγράφουν οι Financial Times:

«Το βάρος για την πανδημία παραμένει στις πλάτες των εθνικών κυβερνήσεων», αναφέρει στέλεχος του ομίλου Jefferies. «Τόσο η ΕΚΤ όσο και οι ιθύνοντες της Eυρωζώνης συνεχίζουν να είναι κατώτεροι των περιστάσεων. Η FED δρα επιθετικά για να λύσει τα προβλήματα στην αγορά και να συμπληρώσει μια επιθετική δημοσιονομική πολιτική. Η ΕΚΤ απλά χασομερά την ώρα που οι πολιτικοί καυγαδίζουν», σχολιάζει η συμβουλευτική εταιρεία Brown Brothers Harriman.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η αντίσταση των τεσσάρων frugals (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία και Φινλανδία) στην έκδοση ενός κορωνοομολόγου δεν δικαιολογείται ιδιαίτερα ως προς το καθαρά οικονομικό κόστος. Η εκτίμηση του Jefferies είναι ότι θα επέφερε ένα οριζόντιο επιτόκιο 2% που θα ωφελούσε τις χώρες του Νότου και θα είχε ένα μικρό κόστος για τις χώρες του Βορρά, το οποίο, ωστόσο, θα κινείτο στα όρια σφάλματος στρογγυλοποίησης. «Για τη Γερμανία, εκτιμάμε περίπου 12 δισ. ευρώ το χρόνο σε πρόσθετα τοκοχρεωλύσια, σε σύγκριση με αυτά που πληρώνει τώρα (0,36% του ΑΕΠ) και για την Ολλανδία, το πρόσθετο κόστος θα ήταν 0,18% του ΑΕΠ».

Αλλά, προφανώς, ακόμα και αυτά τα κόστη δεν είναι διατεθειμένες αυτές οι χώρες να τα επωμιστούν, παρά το όφελος που αποκόμισαν από το φθηνό δανεισμό τα προηγούμενα χρόνια. Δεν είναι διατεθειμένες κυρίως για πολιτικούς λόγους. Θα πρέπει πρώτα να πέσει “στα βράχια” η Ευρωζώνη, ώστε το πολιτικό κόστος από το οικονομικό πλήγμα να είναι μεγαλύτερο από την αποδοχή ενός κοινού ευρωπαϊκού ομολόγου.

Το ταμπού γύρω από το τύπωμα χρήματος

Η έννοια του helicopter money, δηλαδή της πίστωσης χρήματος απευθείας σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, βρίσκεται στην επικαιρότητα τόσο όσο ποτέ άλλοτε. Άλλωστε, εφαρμόστηκε, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τοπικά, στο Χονγκ Κονγκ και τη Σιγκαπούρη, ενώ περιέχεται στο φιλόδοξο πακέτο ρευστότητας της κυβέρνησης Τραμπ, το οποίο περιμένει την έγκριση (ή μη) του Κογκρέσου.

Παρόλο που οι χώρες της Ευρωζώνης δεν έχουν νομισματική κυριαρχία και δεν μπορούν να τυπώσουν χρήμα κατά το δοκούν και απεριόριστα όπως εξετάζουν να κάνουν η Βρετανία και οι ΗΠΑ, υπάρχει αυτή η δυνατότητα μέσω της ΕΚΤ. Στο θέμα αναφέρθηκε ο Φρανσουά Βιγερουά ντε Γκαλό, επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας και βεβαίως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Υπό την προϋπόθεση «ενός μεγάλου κινδύνου για τη σταθερότητα των τιμών», ανέφερε, «η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να δημιουργήσει χρήμα, και σε βάθος χρόνου, ώστε να χρηματοδοτήσει απευθείας τις επιχειρήσεις».

Μάλιστα, η πρόταση περί απευθείας πίστωσης στις επιχειρήσεις δίνει λύση και στο εμπόδιο των ευρωπαϊκών Συνθηκών, που απαγορεύουν την απευθείας χρηματοδότηση των κρατών. Ταυτόχρονα, βρίσκει σύμφωνους πολλούς οικονομολόγους και στελέχη ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών εταιρειών, τουλάχιστον ως προς το σκέλος της στήριξης των επιχειρήσεων, αν όχι και των φυσικών προσώπων. Για άλλη μια φορά, όμως, και παρά τις προφανείς αποπληθωριστικές τάσεις στην Ευρωζώνη, που ευνοούν την απευθείας πίστωση χρήματος χωρίς δανεισμό, «στην ιδέα θα αντιστέκονταν τα συντηρητικά μέλη του Συμβουλίου της ΕΚΤ, όπως ο Γενς Βάιντμαν της γερμανικής Bundesbank».

Αλέξανδρος Μουτζουρίδης

Πηγή: SLPRESS

Loading