terzis_cover_final

Η επιστροφή του Πασχάλη Τερζή στη δισκογραφία είναι γεγονός. Ο δίσκος του με τίτλο «Ό,τι κι αν πεις σου λέω ναι» μόλις κυκλοφόρησε, σηματοδοτώντας τη συνεργασία του με τον στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο και τον νέο συνθέτη Βασίλη Δήμα, όπως και με άλλους δημιουργούς. Ωστόσο, ο Τερζής δεν έχει καμία διάθεση να ξαναβγεί στη νύχτα. Προτιμά να την αράζει στο κτήμα του, έξω από τη Θεσσαλονίκη, και να διάγει βίον αγροτικόν. Με την ευχή κι ελπίδα να αγαπηθούν τα καινούργια τραγούδια του, ο δημοφιλής λαϊκός ερμηνευτής με δέχτηκε στην αθηναϊκή οικία του και κάναμε μια μεγάλη και απολαυστική, πιστεύω, συζήτηση, στην οποία καταφέραμε να χωρέσουν τα σκυλάδικα και ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Φοίβος και ο Χρήστος Νικολόπουλος, η γαλήνη της οικογενειακής εστίας, ο Μητροπάνος και ο Ρασούλης, οι έννοιες του καλλιτέχνη και της τέχνης του τραγουδιού. Λεπτομέρεια βαρυσήμαντη: ο κατεξοχήν τραγουδιστής των ζεϊμπέκικων δεν έχει χορέψει ούτε μια φορά στη ζωή του ζεϊμπέκικο! Λεπτομέρεια μάλλον ασήμαντη: η γλυκύτατη σύζυγός του, που βρίσκεται στο πλευρό του από το 1975, με τράταρε δικό της γλυκό του κουταλιού φράουλα. Ύστερα αποσύρθηκε σε άλλο δωμάτιο, αφήνοντάς μας χώρο και ησυχία για τη συνέντευξη που θα γινόταν. Το ίδιο έκαναν και ο γιος του με τη νύφη του. Ένα δίωρο πέρασα στο σπίτι του Πασχάλη Τερζή, που μου άφησε την αίσθηση μιας ζεστής, οικογενειακής πληρότητας.

 

— Ο ολοκαίνουργιος δίσκος σας εκφράζει την ανάγκη ενός λεγόμενου «comeback» ή τού να τραγουδάτε και τίποτε άλλο πέραν αυτού;

Όπως το είπατε, την ανάγκη μου να τραγουδάω και να βγάζω τα εσώψυχά μου με έναυσμα τα τραγούδια του Λευτέρη (σ.σ. Παπαδόπουλου) και του Βασίλη Δήμα. Τα είχα ακούσει, μου αρέσανε πολύ και θέλησα να τα τραγουδήσω.
— Άρα, τα τραγούδια είχαν προϋπάρξει, δεν γράφτηκαν επί τούτου.
Τυχαία μια μέρα άκουσα την εκπομπή του Γιώργου Λιάνη στον Real FM με καλεσμένο τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, που θα μετέδιδε μερικά ανέκδοτα τραγούδια του. Βέβαια, κάποια στιγμή είπαν ότι θα τα πει ένας μεγάλος τραγουδιστής κι εγώ έκανα πίσω. Ξέρετε, ο Λευτέρης είναι φίλος με τον Νταλάρα και άλλους μεγάλους τραγουδιστές κι εγώ είπα «ούτε φίλος είμαι, ούτε μεγάλος είμαι», οπότε…
— Δεν θεωρείτε τον εαυτό σας μεγάλο τραγουδιστή;

Όχι. Μεγάλος για μένα είναι ο Καζαντζίδης! Και ο Μπιθικώτσης! Μπορεί εγώ να είμαι ένας καλός τραγουδιστής, αλλά, πώς να το κάνουμε, υπήρξαν καλύτεροι. Μεγάλος τραγουδιστής είναι αυτός που βρίσκεται εκεί πάνω, στην κορυφή, ο τοπ που λέμε, σαν τον Καζαντζίδη, τον Μπιθικώτση και άλλους της γενιάς αυτής.

 

Εγώ από την πρώτη στιγμή που άρχισα να τραγουδάω ένιωθα ευτυχισμένος, αφού έκανα αυτό που γούσταρα, αυτό που αγαπούσα, μεγαλώνοντας παράλληλα και τα παιδιά μου. Τι άλλο να θες;

— Μα, ακριβώς, είναι «της γενιάς αυτής». Εσείς τραγουδάτε σήμερα, είστε «εδώ».

Δεν έχουμε σήμερα τραγουδιστές τέτοιας εμβέλειας, αλλά η Ελλάδα διαθέτει ακόμη καλούς λαϊκούς ερμηνευτές. Φοβάμαι μην αδικήσω κάποιους αν δεν τους αναφέρω, αλλά εγώ πιστεύω ότι ο Ζαφείρης Μελάς είναι φωνάρα. Ο Θέμης Αδαμαντίδης είναι, επίσης, καλός λαϊκός τραγουδιστής. Ο Μανώλης Λιδάκης, ο Δημήτρης Μπάσης. Τραγουδισταρά θεωρώ και τον Χρήστο Δάντη, ο οποίος μπορεί να μην υπηρετεί το αμιγώς λαϊκό τραγούδι, όμως μπορεί να πει τα πάντα. Ο Γονίδης, ακόμη, έχει καλό λαιμό!

 

— Πιστεύετε ότι τον καλό τραγουδιστή τον κάνει μόνο η φωνή του ή και το ρεπερτόριό του;

Όλα συμβάλλουν, αλλά πιστεύω ότι τον σημαντικότερο ρόλο δεν τον παίζουν ούτε η φωνή ούτε το ρεπερτόριο, που βέβαια είναι αναγκαία για κάθε τραγουδιστή. Αν δεν βάλεις ψυχή, δεν αγαπάς αυτό που κάνεις, όσο καλή φωνή και να ‘χεις, δεν πείθεις.
— Εγώ, πάλι, πιστεύω ότι ανήκετε στους τραγουδιστές που μπορούν να κάνουν μεγάλο ένα μέτριο ή και ασήμαντο τραγούδι.

Μακάρι να είναι έτσι. Δεν μπορώ να το πω εγώ αυτό.
— Γιατί δεν μπορείτε να το πείτε;

Ε, δεν μπορώ… Καταρχάς, δεν υπάρχουν μέτρια τραγούδια, είναι υποκειμενικό το καλό και το κακό. Ό,τι αρέσει σ’ εσένα, μπορεί να μην αρέσει σ’ εμένα και το αντίστροφο.
— Σωστό κι αυτό, αλλά όταν τραγουδάτε το «Ένας ευαίσθητος ληστής» του Χατζιδάκι και του Γκάτσου, έχετε επίγνωση της σημαντικότητάς του.

Οπωσδήποτε, αλλά τώρα δεν μιλάμε για τραγούδια-αριστουργήματα. Και σ’ το λέω εγώ, που ήταν να κάνω ολόκληρο δίσκο με τα λαϊκά τραγούδια του Χατζιδάκι.
— Κάτι έχω ακούσει, αλλά θα τα πούμε παρακάτω. Ο λόγος τώρα για τον Βασίλη Δήμα, τον νέο συνθέτη που σας έδωσε τραγούδια του.

Δεν τον ήξερα καθόλου. Νέο παιδί είναι, κάτω από τα 35. Όταν πρωτάκουσα το υλικό του, αφού μου το ‘στειλε η εταιρεία με τη σύμφωνη γνώμη του, ρώτησα ποιος τραγουδάει. «Ο ίδιος» μου είπανε και αμέσως κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη για να τον γνωρίσω. «Γιατί, αγόρι μου, μου έδωσες τα τραγούδια σου;» τον ρώτησα. «Εγώ μπορεί να μην μπορώ να τα πω όπως εσύ». «Μα, τι λέτε, κύριε Πασχάλη;» απάντησε. «Εσάς σκεφτόμουν όταν τα έγραφα». Μεγάλο ταλέντο!
— Βλέπετε πως επιζεί το καλό λαϊκό τραγούδι πέρα από τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση που λέγατε πριν;

Αυτός πιστεύω πως ήρθε για να μείνει στο λαϊκό τραγούδι και δεν είναι τυχαίο το ξεκίνημά του με τον «Πρόεδρο»! Τι καλύτερο για έναν συνθέτη που ξεκινάει την καριέρα του να συνεργάζεται με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο; Εδώ εγώ, που τελειώνει η καριέρα μου, και νιώθω έτσι! Αυτός πρέπει να πετάει στα σύννεφα!
— Είναι ένα πολύ θετικό στοιχείο του Παπαδόπουλου αυτό, το να κάνει ακομπλεξάριστα συνεργασίες με νέους συνθέτες.

Και όχι μόνο. Αγκάλιασε και τους υπόλοιπους δημιουργούς που συμμετέχουν στον δίσκο, τον Κυριάκο Παπαδόπουλο, τον Νίκο Μωραΐτη, τον Χρυσόστομο Καραντωνίου, τον Δημήτρη Παπαχαραλάμπους, τον Βασίλη Παπαδόπουλο και τον Ηλία Φιλίππου. Πολυσυλλεκτικός δίσκος, λοιπόν, με τα πιο πολλά τραγούδια να είναι του Βασίλη και του Λευτέρη.
— Πόσο καιρό είχατε να κάνετε δίσκο, κύριε Τερζή;

Τέσσερα-πέντε χρόνια. Ενδιάμεσα είχε βγει ένα CD με τραγούδια από συναυλίες που κάναμε με τον Χρήστο Νικολόπουλο.
— Γιατί αυτή η αποχή, όχι μόνο από τη δισκογραφία αλλά και από τις πίστες;

Τραγούδια πάντα υπήρχαν, αλλά ήθελα να αράξω λίγο στο κτήμα, στο σπίτι, ασχολούμενος με άλλα πράγματα.
— Χρειαζόταν, λέτε;

Η ξεκούραση δεν χρειάζεται στον άνθρωπο; Σαράντα-σαράντα πέντε χρόνια ξενύχτι δεν είναι λίγα, και με τον ρυθμό που δούλευα εγώ! Όταν ξεκίναγα, αρχίζαμε στις 11 το βράδυ και σταματάγαμε στις 7-8 το πρωί. Μιλάμε για έξι μέρες την εβδομάδα.
— Από την άλλη, πολλοί συνάδελφοί σας τρέφονται από το άγχος τού να βρίσκονται μονίμως στην κορυφή.

Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος. Δεν είναι μόνο αυτό. Μπορεί να έχουν πρόβλημα επιβίωσης οι άνθρωποι. Βλέπετε ότι τα μπουζούκια, πλέον, δουλεύουν δύο μέρες την εβδομάδα. Πώς να ζήσει μια οικογένεια όταν ο άλλος παίρνει 100 και 200 ευρώ; Είναι δύσκολα τα πράγματα.
— Θεωρείτε ότι περιμένατε πολλά χρόνια μέχρι να συναντήσετε την επιτυχία;

Δεν την κυνήγησα ποτέ και γι’ αυτό δεν μου φάνηκε ότι ήταν πολλά τα χρόνια. Εγώ από την πρώτη στιγμή που άρχισα να τραγουδάω ένιωθα ευτυχισμένος, αφού έκανα αυτό που γούσταρα, αυτό που αγαπούσα, μεγαλώνοντας παράλληλα και τα παιδιά μου. Τι άλλο να θες; Ήμουν πολλά χρόνια τραγουδιστής και δεν με ήξερε η μάνα μου, αλλά δεν παραπονέθηκα. «Αν είναι να ‘ρθει, ‘θε να ‘ρθει» έλεγα. Βέβαια, είχα βάλει κι εγώ το χεράκι μου στο να παραμένω άγνωστος, μένοντας στη Θεσσαλονίκη.
— Όταν κάποιος ζει εκτός Αθηνών, είναι σίγουρο πως δεν θα κάνει επιτυχία;

Εντάξει, πώς να το κάνουμε; Εγώ είμαι και κακός στις δημόσιες σχέσεις. Αν δεν υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι να με σπρώξουν, να με τραβήξουν από το χέρι, όπως ο Χρήστος ο Νικολόπουλος και λίγο μετά ο Μάριος Τόκας και ο Γιώργος Θεοφάνους, ποιος ξέρει αν θα «γινόμουν»! Και ο Φοίβος με τα τραγούδια του, επίσης. Με βοήθησαν πάρα πολλοί άνθρωποι.
— Θα βάζατε στο ίδιο τσουβάλι τον Φοίβο με τον Χρήστο Νικολόπουλο;

Σε καμία περίπτωση. Κοιτάξτε, όμως, ένας νέος τραγουδιστής χρειάζεται ένα τραγούδι εύκολο για να γίνει γνωστός, να ξεπεταχτεί. Από κει και πέρα, χρειάζονται οι δικές του επιλογές, το δικό του μυαλό.
— Άρα, πιστεύετε ότι οι ρεπερτοριακές εκπτώσεις είναι μες στο πρόγραμμα.

Οι επιλογές μετράνε πολύ: τι θα τραγουδήσεις, πού θα τραγουδήσεις, πώς θα τραγουδήσεις.
— Κύριε Τερζή, θα ήθελα να μου πείτε τώρα πώς αντιλαμβάνεστε τον ρόλο του τραγουδιστή κάθε φορά που είναι στη σκηνή.

Επειδή εγώ είμαι αρκετά μεγάλος, έχω έντονα βιώματα από παιδικά χρόνια που δεν ήταν εύκολα. Το τραγούδι είναι μια πάρα πολύ σπουδαία τέχνη. Δεν είναι μόνο το να τραγουδάς αλλά και να αισθάνεσαι τι τραγουδάς και αυτά που λες να μπορείς να τα βάλεις στην ψυχούλα ή το μυαλό του αλλουνού. Να τον κάνεις να θυμηθεί ή να ξεχάσει πράγματα απ’ τη ζωή του.
— Πόσο εύκολο είναι, όμως, τα βιώματα ενός καλλιτέχνη 67 ετών, σαν κι εσάς, να περνάνε στα νέα, λαϊκά παιδιά των 20-25 χρόνων;

Είναι πολύ απλό να σας το εξηγήσω, γιατί εγώ δεν τραγουδούσα ποτέ μόνο δικά μου τραγούδια. Ας πούμε, τότε, στα σκυλάδικα της επαρχίας και της Θεσσαλονίκης, εγώ τραγούδαγα Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Αργά, καθόμουν σε μια καρέκλα στη μέση, χαμήλωναν τα φώτα και τους έλεγα: «Χορέψατε, διασκεδάσατε, ακούστε τώρα κι αυτά»! Και τα πέρναγα!

 

Μου αρκούν τα μάτια του κόσμου, να τα κοιτάζω. Με ρωτούσε μια φορά ο Μητροπάνος: «Έλα, ρε Πασχάλη, πώς μπορείς και τραγουδάς ξενέρωτος, χωρίς μια στάλα ουίσκι;».

Μου αρκούν τα μάτια του κόσμου, να τα κοιτάζω. Με ρωτούσε μια φορά ο Μητροπάνος: «Έλα, ρε Πασχάλη, πώς μπορείς και τραγουδάς ξενέρωτος, χωρίς μια στάλα ουίσκι;».

— Έχουν τη δική τους γοητεία τα σκυλάδικα;

Για μένα ήταν σχολείο. Πέρασα από συμπληγάδες, με τα σπασίματα, τα πιάτα, τα ποτήρια, τις φασαρίες με τους βαρύμαγκες, όλα αυτά. Εγώ, όμως, έκανα αυτό που ήθελα και, όπως προείπα, έβαζα τον Χατζιδάκι στο τέλος του προγράμματος. Αν δεν πω το «Ένας ευαίσθητος ληστής», μου το φωνάζουν, το ζητάνε. Το τραγουδάω κάθε μέρα επί 35-40 χρόνια!
— Αναρωτιέμαι αν είχε υπ’ όψιν του ο Χατζιδάκις την εκτέλεσή σας.

Ο Χατζιδάκις όχι, αλλά με άκουσε ο γιος του και μου πρότεινε κάποια στιγμή να κάνουμε έναν δίσκο με τα παλιά τραγούδια του πατέρα του. Στον δρόμο τα χαλάσαμε! Μου είχε στείλει εδώ πάνω από 50 τραγούδια για να επιλέξω και για μια κουβέντα τα χαλάσαμε.
— Κρίμα!

Κρίμα, αλλά εγώ δυστυχώς είμαι λίγο παράξενος…
— Πού έγκειται η παραξενιά σας;

Ο άνθρωπος αυτός, ας πούμε, που δεν γνωρίζω, ζήτησε μέσω εταιρείας τον Τερζή να τραγουδήσει αυτά τα τραγούδια. Κι αφού τα είχα εδώ τα τραγούδια και τα μελετούσα για κάνα μήνα, στο τέλος μού ζήτησε να περάσω από οντισιόν για να με ακούσει. Στην τύχη, δηλαδή, ζήτησε να τα πει ο Τερζής; Ε, τα πήρα κι εγώ και είπα «ευχαριστώ». Σιγά, τώρα, μη βγω με τα παιδιά του «Fame Story» να τραγουδήσω μπροστά στον κύριο αυτόν… Τέλος πάντων, δεν μπορώ να ξέρω πώς σκέφτηκε ο άνθρωπος. Μπορεί να ήθελε να με ακούσει, να δει το ύφος μου και να διαπιστώσει το ήθος μου.

 

Δεν είμαι υπερβολικά κοσμικός άνθρωπος, αλλά πολλές φορές είναι απαραίτητη η μοναξιά, τη χρειάζονται οι άνθρωποι. Πρέπει να ηρεμούν, να βάζουν σε μια τάξη το μυαλό τους.

— Τι σόι ανθρώπους γνωρίσατε στα σκυλάδικα;

Νοικοκύρηδες. Καλά παιδιά με φιλότιμο, με μπέσα. Αλίμονο! Πιστεύω πως όλοι από εκεί ξεκινήσαμε. Λίγοι ήταν αυτοί που ξεκίνησαν από τις μπουάτ. Εγώ ξεκίνησα να τραγουδάω το ’72.
— Στην παρακμή των μπουάτ.

Τις πρόλαβα τις μπουάτ της Θεσσαλονίκης. Πήγαινα, είχα πολλούς φίλους καλλιτέχνες. Τον Γιώργο Ζωγράφο, τον Τάκη Βούη, τον Μητσιά στα ξεκινήματά του, τον συχωρεμένο τον Ζευγά − πήγαινα και τους άκουγα όλους αυτούς. Μου άρεσε το κλίμα των μπουάτ πάρα πολύ!
— Ένα κλίμα, ωστόσο, που κοντραριζόταν με αυτό των σκυλάδικων.

Σας εξήγησα, όμως, ότι εγώ δεν ήμουν «ταμένος» εκεί. Άκουγα και ακούω κι άλλα πράγματα.
— Σαν τον Μητροπάνο, με τον οποίο ήσασταν συγγενείς εν μέρει, ο οποίος είχε μια τεράστια μπλουζ δισκοθήκη.

Του Μητροπάνου του ‘χω βαφτίσει τα παιδιά. Ένας άνθρωπος γεμάτος ψυχή ήταν. Όταν τραγουδούσε, εγώ δεν άκουγα τη φωνή του. Έβλεπα την ψυχή του. Κολλητάρια απ’ τον στρατό ήμασταν, μουλαράδες και οι δύο.
— Ξέρω, μου το ‘χε πει σε συνέντευξή του ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου αυτό.

Εγώ δεν είχα κάνει φαντάρος με τον Βασίλη, αλλά με τον Μητροπάνο είχαν κάνει οι δυο τους για ένα φεγγάρι. Τα τελευταία χρόνια έχω χάσει πολλούς φίλους… Τον Μάριο Τόκα, τον Μανώλη Ρασούλη, που είχα την τύχη να πω τραγούδια του, τον Νίκο Παπάζογλου.
— Πώς είναι να μεγαλώνεις και να βλέπεις να χάνονται οι φίλοι σου;

Δεν θα κάνει για κανέναν εξαίρεση ο Θεός. Σκοπός είναι να το πάρουμε λίγο αψήφιστα μέχρι να ‘ρθει η τελευταία στιγμή.
— Όταν όμως έχεις και μια οικογένεια πίσω σου, λες «κάτι έκανα».

Βέβαια, έτσι είναι. Όταν η κόρη μου η Γιάννα ζήτησε να ακολουθήσει τον δρόμο μου, της εξήγησα πόσο δύσκολο είναι και στην αρχή αντέδρασα άσχημα. Της έλεγα «θα σου κόψω τα πόδια» και τέτοια. Μετά, όταν ενηλικιώθηκε, δεν μπορούσα να πω και τίποτα. Μπήκε στον χώρο, έκανε κάποια τραγουδάκια και με πιάνει και μου λέει: «Μπαμπά, εγώ γιατί δεν μπορώ να γίνω φίρμα;». Της απάντησα ότι εγώ δεν έγινα τραγουδιστής για να γίνω φίρμα αλλά για να κάνω το ψώνιο μου, αυτό που αγαπούσα. Και τώρα, που είχα εφτά χρόνια να κάνω δίσκο, καλώ έναν φίλο στο σπίτι με την κιθάρα του και ξελαρυγγιαζόμαστε για ώρες! Εφτά ώρες τραγουδούσα μια μέρα!
— Είναι μια εκτόνωση.

Και εκτόνωση είναι, και ευλογία.
— Τώρα, με αφορμή το καινούργιο CD, σας κουράζει το παιχνίδι των δημοσίων σχέσεων;

Κοιτάξτε, ο κόσμος μπορεί να ανακαλύψει τα πάντα. Όσο τον βομβαρδίζεις, τόσο τον μπερδεύεις, νομίζω. Να γίνεσαι μαϊντανός και να τρέχεις κάθε μέρα στα κανάλια… Κι έχω και φίλους μεγαλοδημοσιογράφους.
— Σαν τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο.

Τον πάντρεψα κιόλας. Μου λέει: «Έλα να κάνουμε μια εκπομπή». «Άσε, ρε Μάκη», του λέω, «δεν είμαι εγώ γι’ αυτά».
— Έχετε υπερπροβληθεί κι εσείς, όμως, από την τηλεόραση.

Εγώ, πάλι, νομίζω πως ήμουν εγκρατής. Δεν έτρεχα όπου έβλεπα κάμερα. Για κάποιον λόγο, δεν το έκανα. Απλώς κάθομαι και βλέπω καμιά φορά που τα ΜΜΕ ανακαλύπτουν τον τάδε καλλιτέχνη με το τάδε μαγιό στη Μύκονο. Εμένα δεν με βρήκε κανένας με το μαγιό μου.
— Όταν ξεκινούσατε;

Και τώρα ακόμα! Να σε ανακαλύψουν, να σε αγαπήσουν ή να σε απορρίψουν από τα τραγούδια σου, επειδή είσαι τραγουδιστής, όχι από το μαγιό σου ή τους κοιλιακούς σου! Ορίστε, έχω κι εγώ κοιλιακό, έναν και καλό (γέλια).
— Η οικογενειακή εστία επιτρέπει τις μοναχικές τάσεις;

Δεν είμαι υπερβολικά κοσμικός άνθρωπος, αλλά πολλές φορές είναι απαραίτητη η μοναξιά, τη χρειάζονται οι άνθρωποι. Πρέπει να ηρεμούν, να βάζουν σε μια τάξη το μυαλό τους. Ύστερα, υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή, ο Θεός μας έδωσε πολλά πράγματα. Εγώ την καταβρήκα στο κτήμα μου. Έχω άλογα, ζώα, μπαξέδες, έρχονται φίλοι, είμαι καλά.

 

Όλοι εμείς, πιστεύω, είμαστε ψώνια. Θα τραγουδάω, δηλαδή, εγώ μέχρι τα 90; Όχι, ρε μπάρμπα, δεν είναι έτσι. Δεν κατακρίνω ούτε αυτούς που συνεχίζουν, ούτε αυτούς που σταματάνε.

— Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης πηγαίνετε καθόλου;

Όχι, στο χωριό μου μόνο πάω. Παίζω καμιά ξερή, καμιά πρέφα με τους φίλους μου. Κι αν μου ‘ρθουν κι εκεί με κάμερες, τι έγινε; Τίποτα. Θα πιούμε ένα ούζο και όλα καλά.
— Έχετε ήδη αναφέρει δύο φορές τον Θεό στην κουβέντα μας.

Δεν είμαι θεούσα, δεν πάω στην εκκλησία, αλλά υπάρχει μια ανωτέρα δύναμη που δεν ξέρουμε πώς τη λένε. Όλοι κάπου πιστεύουμε.
— Είχατε θρησκευτική συνείδηση από μικρός;

Μικρός πήγαινα εκκλησία για εμπορικούς λόγους (γέλια). Ήμουν με τα «ξεφτέρια» για να βγαίνει κάνα φράγκο. Ξέρετε, κάποτε είπα ένα τραγούδι της Σοφίας Βόσσου και της Εύης Δρούτσα που έλεγε: «Εγώ τον Θεό μου τον θέλω αλήτη». Μ’ έπιασε ο παπάς του χωριού και μου είπε: «Δεν το περίμενα από σένα αυτό». Κι εγώ τι του απάντησα; «Ξέρεις εσύ ποιος είναι εμένα ο Θεός μου;».
— Ωραίος! Πείτε μου τώρα μερικά ονόματα ανθρώπων κομβικών στη ζωή σας.

Ο Νικολόπουλος πάνω απ’ όλους. Είχε έρθει σ’ ένα σκυλάδικο της Θεσσαλονίκης και με άκουσε να τραγουδάω τα «Λιανοτράγουδα».
— Του Χατζιδάκι;

Όχι, του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας». Σας είπα, εκεί ήμουν εγώ! «Πώς σε λένε;» με ρωτάει ο Νικολόπουλος. «Πασχάλη» του απαντάω. «Έχεις κάνει δισκογραφία;». «Όχι». Βέβαια, του είπα κι ένα άλλο: «Κατά καιρούς που πέρναγαν διάφορες φίρμες απ’ τη Θεσσαλονίκη, μου έλεγαν “θα σε πάρουμε μαζί”, αλλά μετά μην τους είδατε. Θα μου κάνεις, λοιπόν, εσύ δίσκο; Όλοι οι Αθηναίοι είστε για να ‘στε!». «Κάτσε, ρε», μου λέει αυτός, «εγώ είμαι από δω, δεν είμαι Αθηναίος, και θα σου κάνω δίσκο». Τελικά, δεν κράτησε τον λόγο του γιατί μου έκανε δίσκους, όχι δίσκο! Με τον Χρήστο είμαστε αδέρφια πλέον.
— Γνωρίζω, ωστόσο, ότι στην πορεία της ζωής σας βρεθήκατε και με το είδωλό σας, τον Στέλιο Καζαντζίδη.

Όχι, όμως, όταν τραγουδούσε, δεν τον πρόλαβα «ζωντανά». Όταν, όμως, είχε κάνει το ούζο «Υπάρχω» στη Θεσσαλονίκη βρισκόμασταν καθημερινά σχεδόν σε ένα βενζινάδικο στη γειτονιά μου. Δεν του είπα ποτέ ότι τραγουδάω, από σεβασμό. Τι να πεις τώρα του Καζαντζίδη; «Ξέρεις, τραγουδάω κι εγώ;». Αργότερα, συναντηθήκαμε τυχαία στο στούντιο του Νικολόπουλου. Με ρώτησε στα ποντιακά «τι θες εσύ εδώ;» και πετάχτηκε ο Νικολόπουλος: «Τραγουδιστής είναι κι αυτός». Δεν με είχε ακούσει ποτέ να τραγουδάω, αυτό είναι σίγουρο.

 

Συ είπας! Σάμπως ροκ δεν είναι και το λαϊκό μας τραγούδι;

— Υπάρχει κάποια σκηνή που συνέβη εν ώρα εργασίας και σας έχει μείνει;

Πάρα πολλές… Κάποτε έπαιζα σ’ ένα θέατρο που το ανακαίνιζαν και ξεντύθηκα κάτω από μια σκάλα. Ενώ έχω τελειώσει, λοιπόν, το πρόγραμμά μου, μούσκεμα, νιώθω ένα χέρι να με σκουπίζει. Γυρνάω και βλέπω μια γριούλα, 80 και, να κρατάει δυο λουλούδια που είχε φέρει απ’ το σπίτι της. «Τώρα που σ’ άκουσα, ας πεθάνω» μου είπε. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ τη σκηνή αυτή!
— Νιώθετε χορτασμένος από τιμητικές εκδηλώσεις και αφιερώματα;

Καθόλου δεν με ενδιαφέρουν. Μου αρκούν τα μάτια του κόσμου, να τα κοιτάζω. Με ρωτούσε μια φορά ο Μητροπάνος: «Έλα, ρε Πασχάλη, πώς μπορείς και τραγουδάς ξενέρωτος, χωρίς μια στάλα ουίσκι;». Του απάντησα: «Βλέπω τα μάτια των ανθρώπων εγώ και ταξιδεύω».
— Δεν είστε άνθρωπος των καταχρήσεων εσείς.

Όχι, αλλά δεν το κατακρίνω σε άλλους, κι εγώ έχω αδυναμίες. Άλλος στο πιοτό κι άλλος στο φαΐ.
— Ή στο τσιγάρο. Καπνίζετε, βλέπω.

Ναι, καπνίζω, αν και δεν κάνει. Έκανα επέμβαση «μπαλονάκι».
— Αυτή ήταν η διαβόητη περιπέτεια με την υγεία σας που λυσσάξανε τα social media;

Έχω κάνει πολλές εγχειρήσεις στα πόδια μου… Από το βάρος, καθώς έκανα ιππασία για χρόνια, έπαθα ζημιά. Δεν ήταν καλό ούτε για μένα, ούτε για το άλογο (γέλια).
— Ενδιαφέρον ο Πασχάλης Τερζής να κάνει ιππασία. Τι βρήκατε στο εν λόγω σπορ;

Δεν το είδα ως σπορ. Μεγάλωσα στο χωριό κι όταν κοιμόντουσαν οι άλλοι στις καλαμιές, πήγαινα εγώ, σέλωνα το άλογο και κατέβαινα στη θάλασσα, στις ερημιές. Μάλιστα, μια φορά είχα φάει κι ένα γερό μπερντάχι απ’ τον πατέρα μου.
— Ο πατέρας σας μοιάζει να σας έχει καθορίσει, συχνά ανατρέχετε σ’ αυτόν.

Ήταν μια μοναδική φυσιογνωμία και δεν μπορώ να τον βγάλω απ’ το μυαλό μου, διότι, αν και του δημοτικού, μου έλεγε πράγματα σαν φιλόσοφος της ζωής. Κάποια στιγμή μου είπε: «Έλα δω, ρε, τι είσαι επειδή τραγουδάς; Ποιος είσαι; Ξέρεις τι είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχεις;». «Η φωνή μου», του απάντησα, «ή ότι είμαι νέος». «Όχι, ρε βλάκα», μου κάνει, «ο Πασχάλης!». Έφυγα κι έκανα ότι δεν κατάλαβα. Έπειτα από μια εβδομάδα λέω: «Τι ήθελες να πεις;» και μου απαντάει: «Άκου, αγόρι μου, εγώ αύριο-μεθαύριο θα φύγω απ’ τη ζωή κι εσύ μπορεί να ‘χεις ανέβει δυο σκαλοπάτια. Τερζής θα ‘σαι μόνο την ώρα που τραγουδάς! Όταν φεύγεις απ’ τη σκηνή, θα ‘σαι ο Πασχάλης και κοίτα να τον προσέξεις τον Πασχάλη, γιατί άμα τον χάσεις, χάθηκες!».
— Πιστεύετε ότι λειτούργησε διαισθητικά εκείνη την ώρα ο πατέρας σας, σε σχέση με την καριέρα που θα κάνατε;

Δεν ξέρω, πάντως εγώ ήμουν τραγουδιστής για δέκα χρόνια και δεν ήρθε ούτε μια φορά να με ακούσει. Με ρώταγε αν τραγουδάω καλά και του απαντούσα: «Μπαμπά, ο κόσμος ξέρει, όχι εγώ». «Τραγουδάς, δηλαδή, σαν τον Καζαντζίδη;». «Ε, όχι και σαν τον Καζαντζίδη!». «Τότε τι σκατά να ‘ρθούμε ν’ ακούσουμε;». Έτσι μου ‘λεγε! Δεν πρόλαβε να με δει φίρμα. Απλώς κάποτε με ρώτησε αν είναι αλήθεια το ότι έπαιρνα πέντε χιλιάδες μεροκάματο. «Είναι αλήθεια;». «Αλήθεια είναι, μπαμπά» του λέω. Και κάνει αμέσως: «Δηλαδή, εσύ τώρα μπορεί να ψηφίσεις και Δεξιά;» − ήταν αριστερός ο πατέρας μου.

 

Θα μπορούσα και τώρα να λέω δέκα τραγούδια και να γεμίζει η χούφτα μου λεφτά. Δεν το κάνω, όμως, αφού το νιώθω ως προδοσία απέναντι στον εαυτό μου ή έλλειψη σεβασμού απέναντι στους ανθρώπους που με ανέβασαν ένα σκαλοπάτι. Ποτέ μη λες ποτέ, δεν ξέρω αν θα το ξανακάνω, αλλά αυτήν τη στιγμή δεν μου βγαίνει.

Θα μπορούσα και τώρα να λέω δέκα τραγούδια και να γεμίζει η χούφτα μου λεφτά. Δεν το κάνω, όμως, αφού το νιώθω ως προδοσία απέναντι στον εαυτό μου ή έλλειψη σεβασμού απέναντι στους ανθρώπους που με ανέβασαν ένα σκαλοπάτι. Ποτέ μη λες ποτέ, δεν ξέρω αν θα το ξανακάνω, αλλά αυτήν τη στιγμή δεν μου βγαίνει.

— Εσείς είχατε αριστερή πολιτική ταυτότητα;

Βέβαια. Ήμουν στους Λαμπράκηδες.
— Η ιππασία και η Αριστερά είναι δυο πτυχές σας που δεν ξέρει ο κόσμος.

Εντάξει, δεν χρειάζεται να τα ξέρει και όλα ο κόσμος. Τώρα, εσύ πώς μ’ έκανες να λυθώ έτσι − είσαι μάγκας.
— Ας αφήσουμε εμένα κι ας μου πείτε αν θεωρείτε πως η Αριστερά περνάει κρίση.

Εδώ περνάει όλος ο κόσμος κρίση, η Αριστερά δεν θα πέρναγε; Η Αριστερά φταίει ή η Δεξιά; Εμείς φταίμε! Με τις επιλογές που κάναμε και με τις «φούσκες» που ζήσαμε. Εγώ έπαιρνα τότε πέντε χιλιάρικα μεροκάματο −ήταν καλά λεφτά− και είχα για 18 χρόνια ένα Opel Kadett. Φεύγανε οι λαμαρίνες του και δεν μ’ ένοιαζε να το αντικαταστήσω. Ο γιος μου με έτρεξε και πήρα ένα άλλο.
— Κάνατε ποτέ επενδύσεις;

Κοιτάξτε, εγώ είμαι χάλια στα οικονομικά. Μπούφος! Κι επειδή είμαι και λίγο Ανατολίτης, μου αρέσει να το παίζω αφεντικό στο σπίτι, κάποια στιγμή έφτασα να μην έχω σχεδόν σπίτι. Διάφοροι φίλοι μού χρώσταγαν λεφτά. Με πιάνει η γυναίκα μου: «Τι κάνεις, ρε Πασχάλη; Παιδιά έχουμε». «Ορίστε», της απάντησα, «κάνε κουμάντο εσύ». Και από τότε είδα χαΐρι (γέλια). Θα μπορούσα και τώρα να λέω δέκα τραγούδια και να γεμίζει η χούφτα μου λεφτά. Δεν το κάνω, όμως, αφού το νιώθω ως προδοσία απέναντι στον εαυτό μου ή έλλειψη σεβασμού απέναντι στους ανθρώπους που με ανέβασαν ένα σκαλοπάτι. Ποτέ μη λες ποτέ, δεν ξέρω αν θα το ξανακάνω, αλλά αυτήν τη στιγμή δεν μου βγαίνει.
— Και πού οφείλεται αυτό;

Το είπα ήδη, κουράστηκα.
— Πέραν της κούρασης, όμως, είπατε και για τα μάτια των άλλων.

Δεν μου αρέσει η απληστία, το να θες να τα πάρεις όλα. Έκανα τον κύκλο μου, καλή ήταν η πορεία μου, πιστεύω, δεν προκάλεσα ποτέ, ούτε έβλαψα κανέναν.
— Μου είπε πρόσφατα η Χάρις Αλεξίου ότι δεν μπορεί να μην κάνει τίποτα τώρα, έπειτα από τέτοια καριέρα. Βγήκε στο θέατρο, αν δεν το γνωρίζετε.

Κάνει ό,τι της γουστάρει και καλά κάνει. Κι εγώ κάτι κάνω και δεν έχει σημασία αν σχετίζεται με την τέχνη ή όχι. Κι εγώ δημιουργός είμαι όταν κλαδεύω, φυτεύω, ραντίζω και ποτίζω. Με ευχαριστεί, είναι κάτι που με γεμίζει.
— Θέμα με την υστεροφημία σας έχετε;

Τι θα πουν, «αυτός ήταν γεωργός», ας πούμε; Προσέχω να μην πειράζω κανέναν. Αρκεί αυτό.

 

— Εδώ που πίνουμε τον καφέ μας, τούτη τη στιγμή, εισπράττω μια γαλήνη οικογενειακού τύπου κι ας είμαστε οι δυο μας, μόνοι.

Κοιτάξτε, παντρεύτηκα στα 22 μου και στα 23 έκανα τον γιο μου. Ο γιος μου σήμερα είναι 43-44 ετών. Μου ‘χει κάνει τρία εγγόνια. Είναι μεγάλη ευθύνη κι άλλη τόση αγάπη.
— Αν δεν είχατε κάνει οικογένεια τόσο νωρίς, μπορεί να είχε άλλη μοίρα η καριέρα σας;

Τι να σας πω, προφήτης είμαι; Δεν νομίζω ότι έπαιξε ρόλο αυτό. Ο άνθρωπος κινείται και λειτουργεί βάσει του χαρακτήρα του.
— Δείχνετε ήπιων τόνων. Σας θυμώνουν πράγματα;

Ναι, πολλές φορές. Αντιδρώ νορμάλ. Άμα με κλέβουν στα χαρτιά καμιά φορά, θυμώνω (γέλια). Αλλά με την οικογένειά μου δεν… Ούτε τα ακούμπησα ποτέ τα παιδιά μου, π.χ. να τα δείρω. Όχι, δεν έχει τέτοια πράγματα.
— Τι πιστεύετε ότι φέρνει ο καινούργιος δίσκος σας;

Σιγά τώρα μη φέρω και την αλλαγή στον κόσμο (γέλια). Έκανα τραγούδια λαϊκά για φίλους και για όσους με αγαπούν, να ‘χουν να με ακούνε σε δυο-τρία καινούργια τραγούδια. Σίγουρα δεν αγγίζουν όλους όλα τα τραγούδια. Άλλο αγαπιέται από έναν κι άλλο από άλλον. Μακάρι να αγαπηθούν, γι’ αυτό και έγιναν με πολλή προσοχή, κόπο και αγάπη.
— Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, όμως, δεν έχετε ιδιαίτερο άγχος για το αν θα «πάει» το CD.

Πάντα έχεις άγχος, γιατί θες τα τραγούδια να «λιμάρουν» τις ψυχές των ανθρώπων και να γίνονται η συντροφιά τους. Αν και είναι δύσκολα τα πράγματα, δεν πρέπει να τ’ αφήνουμε, ειδικά οι πιο νέοι, που πρέπει να συνεχίζουν. Το τραγούδι, ούτως ή άλλως, είναι πηγή ζωής.
— Νιώθετε δέσμιος του λεγόμενου «σουξέ»;

Ναι, όλοι θέλουμε να κάνουμε επιτυχία, μη λέμε ψέματα τώρα. Ακόμα και το σουξέ, θέμα επιλογής μας είναι. Κι εγώ προσπαθώ να περνάω το τραγούδι μου στον κόσμο, μα νιώθω και τυχερός που τραγούδησα στιχουργούς σαν τον Μάνο Ελευθερίου, τον Πυθαγόρα…
— Και τώρα τον Λευτέρη Παπαδόπουλο.

Στην αρχή ήταν πιο απόμακρος ο Λευτέρης, λόγω της παρέας του που λέγαμε στην αρχή. Απροσπέλαστος. Τελικά, ίσως να μην ήταν κι έτσι, αφού από νωρίς έδειξε δείγματα ότι «με πάει». Μια φορά με άκουσε να τραγουδάω το «Όλες του κόσμου οι Κυριακές» και ανέβηκε στην πίστα, με αγκάλιασε και είπε πολύ κολακευτικά λόγια για μένα. Μετά με κάλεσε να τραγουδήσω σε μια συναυλία προς τιμήν του στο Ολυμπιακό Στάδιο. Και πάλι εκεί δεν είχα το θάρρος να ζητήσω τραγούδια του, ποτέ δεν ζήτησα τίποτα. Τελικά, τα πράγματα ήρθαν όπως τα ονειρευόμουν.
— Ισχύει πως όταν θέλουμε κάτι, μας έρχεται χωρίς να το «λιβανίζουμε»;

Στην περίπτωσή μου με τον Λευτέρη, απόλυτα. Να σας πω ότι έχει γράψει ένα υπέροχο ποίημα για ένα προσφυγόπουλο από τη Συρία;
— Έχετε μάνατζερ;

Ποτέ δεν είχα. Ούτε στην οικογένειά μου επιτρέπω να έχει άποψη για τις δικές μου επιλογές. Ήθελα να έχω την ευθύνη των πράξεών μου ως συνέπεια των επιλογών μου. Να μη βρίζω τους άλλους αν κάνω λάθη, να βρίζω τον εαυτό μου. Και θα σας πω ένα λάθος. Είχα κάνει ήδη έναν-δυο δίσκους με τον Νικολόπουλο και συμφωνήσαμε με τον μπαρμπα-Γιάννη που είχε τις «Νταλίκες» να πάω εκεί. Μπαίνω να υπογράψω στο γραφείο του και μου κάνει ο Νικολόπουλος: «Γέλα λίγο, ρε, πρέπει να πετάς». «Χρήστο μου, εγώ έρχομαι εδώ για να μη χαλάσει η φιλία μας» του απαντάω. «Η φιλία μας δεν θα χαλάσει ποτέ» μου ξαναλέει, οπότε αφήνω το στυλό, παίρνω τ’ αεροπλάνο και φεύγω!
— Είναι λίγο αναρχική στάση ζωής αυτή.

Δεν ξέρω, χαρακτηρίστε την εσείς. Πάντως, έπειτα απ’ αυτό, πήραν στις «Νταλίκες» τον Λεωνίδα Βελή. Εγώ θα ήμουν εκεί, θα γινόμουν γνωστός πιο μπροστά δηλαδή. Δεν παραπονιέμαι όμως, έκανα αυτό που ήθελα.
— Ως λαϊκός τραγουδιστής-φίρμα, σας κυνηγούσαν οι γυναίκες;

Όχι, θα ήταν γελοίο αυτό. Δεν το ‘παιζα ποτέ «γαμπρός», ξέρω πολύ καλά ποιος είμαι.
— Από ποια άποψη το λέτε αυτό;

Δεν μου πάει! Σεβασμός προς τον εαυτό μου και προς τους άλλους, αυτούς που έρχονται να με δουν και πολλές φορές με πληρώνουν και από το υστέρημά τους. Θα ήταν αστείο, πώς να το πω, φτηνό, να γκομενίζω. Και δεν ήταν ότι ήμουν ήδη παντρεμένος. Αυτό, αν δεν το’ χεις και λίγο μέσα σου…
— Πιστεύετε στο κάρμα;

Ναι, και θα πω κάτι που είναι εντελώς καρμικό: κάποτε είχα πάει ν’ ακούσω τη Βιτάλη και τη Γλυκερία. Μου λέει η Βιτάλη: «Σήκω να πεις κάνα-δυο τραγούδια κι εσύ». Πράγματι, σηκώθηκα και τραγούδησα κι εγώ μαζί τους και μετά έρχεται μια ηλικιωμένη κυρία και μου λέει: «Σ’ ευχαριστώ, αγόρι μου. Είμαι η Σεβάς Χανούμ!». Έπειτα από λίγο καιρό ο Παντελής Θαλασσινός μου φέρνει ένα τραγούδι που ήταν η ιστορία της Σεβάς Χανούμ, χωρίς να ξέρει τι και πώς είχε προηγηθεί! Επρόκειτο για ένα καταπληκτικό τραγούδι!
— Ανταγωνισμό βιώσατε στη δουλειά σας;

Η δουλειά μας το ‘χει, ζηλεύεις, αρκεί να μην μπεις στην άσχημη τη ζήλια. Θυμάμαι που όταν τραγουδούσα με τον Μητροπάνο του ‘λεγα «απόψε θα σε σκίσω» και μου απαντούσε «να δεις τι θα πάθεις»! Αυτός είναι πολύ όμορφος ανταγωνισμός. Τα υπόλοιπα που λένε, τα κυκλώματα κι αυτά, εγώ δεν τα είδα. Αγαπήθηκα απ’ τους συναδέλφους μου και τους αγαπάω κι εγώ. Ίσως κάποιοι τα παραλένε, αλλά εγώ βρήκα στη νύχτα παιδιά-αστέρια.
— Σας αρέσει που το λαϊκό τραγούδι είναι άμεσα συνδεδεμένο με την τέχνη του χορού, του ζεϊμπέκικου;

Μόνο που εγώ δεν χόρεψα ποτέ στη ζωή μου. Δεν ξέρω, νομίζω πως θα κοιτάνε όλοι εμένα. Δεν τα καταφέρνω. Ζήλευα, ας πούμε, τον Μητροπάνο που χόρευε τόσο ωραία. Ντρέπομαι, αυτό τα λέει όλα. Το παράπονο της γυναίκας μου είναι που δεν τη χόρεψα ποτέ έναν χορό, ούτε στον γάμο του γιου μου. Πάντως, χαίρομαι να βλέπω άντρες και γυναίκες να χορεύουν όποτε τραγουδάω. Γι’ αυτό ίσως με συγκίνησε ένα τραγούδι του Λευτέρη που λέει «Γουστάρω τις γυναίκες». Όταν το πρωτάκουσα, είπα: «Δεν μου πάει αυτό, ρε γαμώτο». Αλλά όταν είδα γιατί τις γουστάρει, έπαθα πλάκα: «Που ρίχνουν ζεϊμπεκιές, γιατί είναι οι καρδιές τους γεμάτες χαρακιές!». Δεν είναι πολύ ωραίο;

 

Όταν ο Καζαντζίδης είχε κάνει το ούζο «Υπάρχω» στη Θεσσαλονίκη βρισκόμασταν καθημερινά σχεδόν σε ένα βενζινάδικο στη γειτονιά μου. Δεν του είπα ποτέ ότι τραγουδάω, από σεβασμό. Τι να πεις τώρα του Καζαντζίδη; «Ξέρεις, τραγουδάω κι εγώ;». Αργότερα, συναντηθήκαμε τυχαία στο στούντιο του Νικολόπουλου. Με ρώτησε στα ποντιακά «τι θες εσύ εδώ;» και πετάχτηκε ο Νικολόπουλος: «Τραγουδιστής είναι κι αυτός». Δεν με είχε ακούσει ποτέ να τραγουδάω, αυτό είναι σίγουρο.

 

 

— Μα, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι μοναδικός στο να υμνεί τη γυναίκα. Κάποτε είχα γράψει πώς τα καταφέρνει στα 71 του, τότε, να φτιάχνει τον πιο ερωτικό, αντρίκιο στίχο.

Είναι ερωτιάρης, τι να κάνουμε; Ασυγκράτητος και στα 80 του, που είναι σήμερα. Αστείρευτος. Το να μιλάς μαζί του είναι μαγεία, όπως και με τον Ρασούλη. Μια φορά που παίζαμε με τον Ρασούλη και τον Παπάζογλου, καθόταν και μου ‘λεγε ιστορίες με τους γκουρού και το Θιβέτ. Ευχόμουν να είχα χίλια αυτιά να τον ακούω! Εκατό χρόνια μπροστά ήταν ο Ρασούλης! Κάποτε μου ‘χε δώσει ένα τραγούδι και του λέω: «Δεν το θέλω, ρε». «Γιατί;» με ρωτάει. «Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις. Στο χωριό μου οι αναμνήσεις είναι απ’ το παρελθόν κι εσύ μιλάς για αναμνήσεις από το μέλλον». Και μου κάνει: «Ξέχασα να σου πω, το τραγούδι το ‘γραψα το 2000» − εμείς βρισκόμασταν στο 1985!
— Είστε ροκ, τελικά, κύριε Τερζή;

Συ είπας! Σάμπως ροκ δεν είναι και το λαϊκό μας τραγούδι; Και τον Αγγελάκα τον ξέρω, αν και δεν τον έχω γνωρίσει, κι ο άλλος ο κοντοχωριανός μου μ’ αρέσει πολύ, ο Σωκράτης Μάλαμας.
— Μια-δυο ερωτήσεις ακόμη και κλείνουμε. Τι είναι για σας ο καλλιτέχνης, τι τον διαφοροποιεί από έναν άλλον άνθρωπο;
Καλλιτέχνης είναι ένα προικισμένο άτομο που ξέρει να ονειρεύεται και κάποιες φορές πραγματοποιεί τα όνειρά του. Κάποιες άλλες, όχι.
— Κι αν δεν πραγματοποιεί τα όνειρά του, τι παθαίνει;

Ψάχνεται αλλού. Δύσκολα θα παραδεχτεί ένας καλλιτέχνης ότι δεν «κάνει». Όλοι εμείς, πιστεύω, είμαστε ψώνια. Θα τραγουδάω, δηλαδή, εγώ μέχρι τα 90; Όχι, ρε μπάρμπα, δεν είναι έτσι. Δεν κατακρίνω ούτε αυτούς που συνεχίζουν, ούτε αυτούς που σταματάνε. Και σας είπα, μπορεί κι εγώ να ξαναβγώ στη νύχτα. Τώρα δεν θέλω κι αφού έτσι νιώθω, καλά κάνω. Ο καλλιτέχνης γενικά δεν παραδίδει τα όπλα, αφού έχει φλόγα μέσα του.
— Ποιος είναι ο ύψιστος βαθμός δυστυχίας για έναν άνθρωπο;

Υπάρχουν πολλοί λόγοι δυστυχίας. Να μην έχεις παιδιά, φέρ’ ειπείν. Μεγάλη δυστυχία αυτή!
— Κι αν είναι επιλογή σου να μην κάνεις παιδιά;

Καλά να πάθεις τότε. Δεν έχεις γνωρίσει τη ζωή, την ιδιαιτερότητα του να μεγαλώνεις παιδιά και να λες «κάτι αφήνω». Το λέω εγώ που έχω πάνω από 500 παιδιά, τα τραγούδια μου. Και ξέρετε γιατί σέβομαι και αγαπάω όλους όσοι μου δίνουν τραγούδια; Μου έδωσαν τον πόνο τους την ώρα που γεννούσαν κάτι, για να μου εμπιστευθούν στο τέλος τα παιδιά τους.
— Η συνέντευξη αυτή γίνεται μια μέρα πριν από την παρουσίαση του καινούργιου δίσκου σας στην Αθήνα…

Άκου τώρα να γελάσεις: γίνεται στο «Rock and Roll» στο Κολωνάκι. Τι σχέση έχω εγώ με το Κολωνάκι, που δεν έχω πάει ούτε μια φορά; Νιώθω αναστατωμένος που θα ‘ρχονται διάφοροι και θα μου χώνουν το μικρόφωνο μες στη μούρη. Αν ήταν δυνατόν να μην πήγαινα, θα ήμουν ευχαριστημένος! Εμένα είναι να μ’ αφήνεις να τραγουδάω μόνο!
— Εγώ λέω να σας αφήσω μόνο, γενικώς, γιατί σας ζάλισα. Χάρηκα πολύ που σας γνώρισα, καθώς είδα έναν άνθρωπο απολύτως υγιή, απ’ όλες τις απόψεις.

Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ. Έχω δώσει πολλές συνεντεύξεις, αλλά δεν θυμάμαι καμία να ‘ναι σαν κι αυτή.

 

lifo.gr

Loading