tamta paris

Κάποτε φορούσε ρούχα δανεικά και στηνόταν αποβραδίς σε ατελείωτες ουρές με ένα κουπόνι στο χέρι για να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαΐ. Σήμερα η Τάμτα από τη Γεωργία περπατά στους δρόμους της Γλυφάδας κρατώντας σφιχτά το χέρι του Πάρι Κασιδόκωστα, γιου της Μαριάννας Λάτση, βιώνοντας μία ακόμα συγκλονιστική εμπειρία στην πολυτάραχη ζωή της

Ντυμένη όπως πάντα με το δικό της μοναδικό στυλ, συνδυάζοντας ριγέ ντεπιές κοστούμι με αθλητικά, η Τάμτα ποζάρει με άνεση στον φωτογραφικό φακό κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου για το σόου «X-Factor» που θα προβληθεί τον Μάρτιο από τον ΣΚΑΪ.

Το ένα από τα 4 μέλη της κριτικής επιτροπής του talent show έχει κάθε λόγο να χαμογελάει πλατιά και να νιώθει ευλογημένο. Τα 15 περίπου χρόνια που βρίσκεται στην Ελλάδα, η ζωή της Γεωργιανής τραγουδίστριας με την κρυστάλλινη φωνή και τα πέτρινα βιώματα άρχισε επιτέλους να της δείχνει τη φωτεινή της πλευρά μετά από σκληρές δοκιμασίες, συνεχείς ανατροπές και καθημερινές μάχες για ένα -κυριολεκτικά- κομμάτι ψωμί. Σήμερα η 35χρονη Τάμτα έχει καταφέρει να κάνει το μικρό της όνομα κυρίαρχο στην ποπ σκηνή, δημιουργώντας τη δική της ξεχωριστή περσόνα, μέσα από συνεχείς μεταμορφώσεις και πειραματισμούς στην εικόνα και το στυλ της, ενίοτε extreme, αλλά πάντα τόσο προσωπικές, τόσο «Τάμτα». Ισως είναι η μοναδική στην Ελλάδα τραγουδίστρια που έχει τολμήσει τόσες αλλεπάλληλες αλλαγές και συγχρόνως παραμένει εντελώς χαρακτηριστική σε αυτό που εκείνη είναι στην ουσία, στον πυρήνα της. Ενας πυρήνας που αλλάζει χωρίς να μεταλλάσσεται, κινούμενος γύρω από τις έξι μεγάλες σταθερές που την καθόρισαν και τη διαμόρφωσαν σε αυτό που είναι σήμερα: η μουσική, η χώρα της, η θρησκεία της, η μητέρα της, η κόρη της και ο αγαπημένος της καλλιτέχνης, ο Μάικλ Τζάκσον. Εξι βαθιές επιρροές, όσα και τα τατουάζ που κοσμούν το καλλίγραμμο σώμα της, με τη χαραγμένη φράση «Make a change» να δίνει το γενικό πρόσταγμα στην εν γένει κοσμοθεωρία της. Η Τάμτα θέλει να αλλάζει συνεχώς κι ας φοβάται, όπως όλοι, την αποτυχία. Προτιμά όμως το τίμημα της αποτυχίας παρά της μετάνοιας λόγω δειλίας. Κι αν σήμερα το πολύπαθο κορίτσι από την Τιφλίδα κατάφερε να αγγίξει το όνειρο, το οφείλει στην τόλμη της να αλλάζει όσα δεν της αρέσουν, όσα την κρατούν βαλτωμένη, όσα τη βαραίνουν και όσους την περιορίζουν.

Οταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα, καθάριζε πατώματα βοηθώντας τη μετανάστρια μητέρα της που δούλευε σε σπίτια για να εξασφαλίσει τα προς το ζην στα τέσσερα μέλη της οικογένειας. Σήμερα ανεβαίνει στην πίστα, με το βλέμμα της να χάνεται στα ουράνια και τους θαυμαστές της από κάτω να την επευφημούν. Ενας από αυτούς είναι ο διάδοχος μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας, ένας περιζήτητος jet setter εργένης που οι Μοίρες τού αράδιασαν βουνό τα δώρα τους από τα γεννοφάσκια του. Είναι ο Πάρις Κασιδόκωστας, ο δικός της Πάρις, το αγόρι της. Ο ιδιοκτήτης, εκτός των άλλων, της δισκογραφικής εταιρείας Panik Records, στο δυναμικό της οποίας ανήκουν όλα τα νέα ονόματα της μοντέρνας σκηνής (από τη ραπ και τη house μέχρι την ποπ, όπως ο Μηδενιστής, η Demy, η Θωμαή Απέργη και οι Playmen) βρίσκεται τον Δεκέμβριο σε ένα από τα πρώτα τραπέζια του κέντρου «Acro» όπου εμφανίζεται η Τάμτα μαζί με τον Γιώργο Σαμπάνη και την Ευρυδίκη, έχοντας στη συντροφιά του φίλους και την αδελφή του Εριέττα Κούρκουλου. Η παρουσία της τελευταίας ερμηνεύτηκε από τα δημοσιεύματα αφενός ως ένδειξη στήριξης της προσωπικής επιλογής του αδελφού της, αφετέρου ως μία ακόμα απόδειξη ότι η σχέση του εφοπλιστή με την τραγουδίστρια δεν εντάσσεται στα πλαίσια ενός εφήμερου φλερτ, αλλά μιας σχέσης που ανθεί και εδραιώνεται. Εχουν προηγηθεί ήδη από τα τέλη του καλοκαιριού παπαρατσικές φωτογραφίες του νεόκοπου ζεύγους στους δρόμους και στα καφέ της Βουλιαγμένης και της Γλυφάδας, αμφότερους ντυμένους στο ίδιο κάζουαλ πανομοιότυπο στυλ και με ανεβασμένες τις κουκούλες από τα φούτερ να προσπαθούν μάταια να αποφύγουν τα βλέμματα και τα φλας. Η κοινή τους εμφάνιση στην παραλία του «Αστέρα» είχε ήδη γίνει θέμα συζήτησης στα κοσμικά πηγαδάκια των media που από τον Ιούλιο είχαν δείξει ενδιαφέρον για την περίπτωσή τους. Η Τάμτα έκανε κάποιες εμφανίσεις στη Μύκονο στο κλαμπ «Cabaret», εκεί όπου γνωρίστηκε και ήρθε κοντά με τον Ελληνα κροίσο, σε μία από τις συνήθεις αποδράσεις του στο νησί με τη θαλαμηγό του.

Ο Πάρις Κασιδόκωστας ανέκαθεν άλλωστε είχε ιδιαίτερη έλξη προς τον κόσμο του θεάματος και της σόουμπιζ -τόσο σε επιχειρηματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο-, με τους μυημένους μάλιστα στα ναυτιλιακά να τον θέλουν να ενθουσιάζεται περισσότερο με τις σόου μπίζνες παρά με τις εφοπλιστικές. Δεν είναι τυχαία η ύπαρξη της εταιρείας παραγωγής ταινιών 1821 Pictures με έδρα το Λος Αντζελες που ίδρυσε μαζί με τον Ελληνοαμερικανό παραγωγό Τέρι Ντούγκας, ούτε και οι σπουδές του στο Πανεπιστήμιο UCLA με αντικείμενο την Κινηματογραφική Παραγωγή (που ακολούθησαν εκείνες στη Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Μέιφερ του Λονδίνου). Ο κόσμος των καλλιτεχνών, των κινηματογραφικών πλατό και των μεγάλων σκηνών είναι εκείνος στον οποίο ο Πάρις έχει επιλέξει να κινείται, χαράσσοντας έναν παράλληλο δρόμο με εκείνον στον οποίο τον είχε προορίσει η οικογενειακή εφοπλιστική παράδοση. Θυμίζοντας περισσότερο άνθρωπο του θεάματος, με το μόνιμο μαύρισμά του, τους καλογυμνασμένους γεμάτους τατουάζ μυς του και το χαλαρό, μοντέρνο στυλ του, ο Πάρις, που από πιτσιρίκι δάμαζε τα κύματα της Βουλιαγμένης με την ιστιοσανίδα του σερφ, φαίνεται έτσι περισσότερο ο εαυτός του παρά με τα μπλέιζερ και τα κασμιρένια παντελόνια που προτιμούν οι μεγαλοεπιχειρηματίες της τάξης του. Μια πλειάδα από ηθοποιούς, μοντέλα, χορεύτριες και κακομαθημένες σταρλετίτσες που έχουν κατά καιρούς παρελάσει στο πλάι του είναι μία ακόμα ένδειξη ότι ο περιζήτητος εργένης δεν βάζει τις συνήθεις προδιαγραφές της comme il faut συντρόφου όπως συνηθίζεται σε τέτοιου είδους οικογένειες. Μια εσάνς θηλυκής «αλητείας», με τις απαραίτητες δόσεις σεξαπίλ και καλλιτεχνικής λάμψης είναι σαφώς περισσότερο του γούστου του από μια ατσαλάκωτη πριγκίπισσα που γαλουχήθηκε φορώντας μωρουδιακά Dior και πηγαινοερχόταν με σοφέρ στο κολέγιο. Και σίγουρα αυτή δεν είναι η περίπτωση της Τάμτα, που μόλις 6 χρονών πήγαινε ασυνόδευτη ακόμα και από τη μητέρα της στα μαθήματα φωνητικής στο ωδείο και έβαζε ένα κομμάτι ζωμό κύβου σε ζεστό νερό για να γεμίσει το παιδικό της στομάχι.

6 χρόνων τραγουδίστρια 

Η ιστορία της Τάμτα είναι σχεδόν κινηματογραφική, ένα έπος συνεχών ανατροπών, σκοτεινών στιγμών, άλυτων μυστηρίων, οδυνηρών απωλειών, ανείπωτης φτώχειας και στερήσεων με φόντο την ταραχώδη ιστορία της χώρας της, της Γεωργίας, που ήδη από το 1991 έχει αποσχιστεί από τη Σοβιετική Ενωση. Δέκα χρόνια πριν έχει γεννηθεί και η ίδια, πρωτότοκη κόρη μητέρας υπαλλήλου σε υπουργείο και πατέρα επίσης υπουργικού υπαλλήλου, που όμως ζούσε σε μια άλλη πόλη, στο Κοπάισι, τόσο μακριά από την Τιφλίδα όσο και η απόσταση Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Πριν καν πει τις πρώτες της λέξεις, οι γονείς της έχουν χωρίσει. Μεγαλώνει χωρίς πατρικό πρότυπο, με την απορία «μαμά, γιατί όλα τα παιδιά έχουν μπαμπά κι εγώ δεν έχω;» να είναι για κείνη συνεχής. Η μητέρα της, έντονη προσωπικότητα, μαχήτρια και η ίδια μιας σκληρής ζωής, προσπαθεί να μη δηλητηριάζει το σπίτι με προσβολές και βρισιές για τον απόντα πατέρα που ήδη έχει ξαναπαντρευτεί και αποκτήσει άλλα δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Η Τάμτα Γκοντουάτζε μεγαλώνει έχοντας σχεδόν παθολογικό δέσιμο με τη μητέρα της και είναι μόλις 5 ετών όταν εκείνη αποφασίζει να ξαναπαντρευτεί. Μια απόφαση που αρχικά την ξενίζει, αδυνατώντας να δεχτεί ξαφνικά την παρουσία ενός άγνωστου σε εκείνη προσώπου μέσα στο σπίτι της. Τελικά δεν θα προλάβει καν να γνωρίσει και να αγαπήσει τον πατριό της. Εναν χρόνο μετά, εκείνος φεύγει για ταξίδι στη Ρωσία όπου έφτιαχνε κάποιες επιχειρήσεις και δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Είναι μόλις 5 χρόνων και η μητέρα της την προτρέπει να ασχοληθεί με το τραγούδι και τη γράφει παντού – όλα τα διδασκαλεία ανήκαν στον δήμο και ήταν δωρεάν. Σε μαθήματα πιάνου, φωνητικής, στο ωδείο, σε συγκρότημα παραδοσιακών χορών. Από τα 6 ως τα 12 της ήταν ήδη μέλος ενός παιδικού συγκροτήματος, τους Mergedi (Ρίζες), που έπαιζαν όλα τα όργανα, ενώ η Τάμτα τραγουδούσε και συγχρόνως τους σύστηνε στον κόσμο που τους έβλεπε. Στα 12 της γράφεται και σε μουσικό θέατρο και πλέον ο ελεύθερος χρόνος της είναι ανύπαρκτος και η κούραση για ένα τόσο μικρό παιδί αβάσταχτη. Η Τάμτα δεν έπαιξε ποτέ με κούκλες, δεν τις συμπαθούσε καν. Οποτε έπεφταν στα χέρια της, απλά τους έκοβε τα μαλλιά. Αυτό ήταν το μόνο παιχνίδι της. Είχε μπει πρώιμα στον κόσμο των ενηλίκων, έναν σκληρό κόσμο που έμαθε από πρώτο χέρι, όπως όταν περίμενε στην ουρά για να πάρει ψωμί με το κουπόνι, μετά από ολονύχτια αναμονή. Και δεν προλάβαινε πάντα αν δεν φρόντιζαν να είναι σε μπροστινή σειρά αλλάζοντας ο ένας τον άλλο. Οταν το φορτηγό που μοίραζε το ψωμί έφευγε πριν φτάσει η δική τους σειρά, η Τάμτα πήγαινε στους γείτονες για να φάει. Αν δεν προλάβαιναν εκείνοι, πήγαιναν οι γείτονες στο σπίτι της. Απαράβατος κανόνας επιβίωσης για όλους η «ανθρωπιά», όπως λέει και η ίδια. Αμέτρητες οι φορές να τριγυρνάει στις αλάνες μαζεύοντας χόρτα για να βρει κάτι να φάει κι άλλες τόσες να βρίσκει μοναδική διέξοδο σε έναν ζωμό κύβου που διέλυε σε ζεστό νερό όταν δεν υπήρχε απολύτως τίποτε άλλο.

14 ετών παντρεμένη μετά από απαγωγή 

Στα 14 έχει ήδη γνωρίσει ένα 16χρονο αγόρι που δεν ξέρει καν αν το έχει ερωτευτεί. Εχει άλλωστε σκληρύνει τόσο και η ίδια από αυτές τις ζοφερές συνθήκες που συναισθήματα όπως ο έρωτας είναι αχαρτογράφητα στην παιδική ψυχή της που αναγκάστηκε να μεγαλώσει πριν την ώρα της. Ενα βράδυ το 16χρονο αγόρι ήρθε με ένα αυτοκίνητο με το πρόσχημα να μιλήσουν για «κάτι». Την κλέβει χωρίς τη συγκατάθεσή της, την πάει σε ένα χωριό για να ζήσουν μαζί. Μένει έγκυος, ντρέπεται να φύγει και να γυρίσει πίσω στη μάνα της κι ας της λέει εκείνη να μην υπολογίζει τη γνώμη των άλλων, όσο μικρή κι αν είναι η κοινωνία. Ειναι η μόνη στιγμή που δειλιάζει και η μόνη για την οποία μετανιώνει. Εχει φτάσει μέχρι τη Β’ Γυμνασίου αλλά παντρεύεται, είναι πια και μητέρα της Αννι. Τα εγκαταλείπει όλα, δεν προλαβαίνει πια με τη φροντίδα της μικρής. Ολα όσα κάποτε την ευχαριστούσαν και της έδιναν κάποια προοπτική, δεν υπάρχουν. Ως παντρεμένη δεν έχει το δικαίωμα να πάει σε κανονικό σχολείο. Γράφεται σε νυχτερινό, κάνει και κάποια ιδιαίτερα και περνάει στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει ξένες γλώσσες – αγγλικά και ρωσικά. Η ζωή της, όμως, είναι καταπιεστική. Πνίγεται αλλά από την άλλη έχει αναστολές, είναι και μητέρα ενός μικρού κοριτσιού σε μια μικρή κοινωνία γεμάτη φτώχεια και ταμπού. Οταν η Τάμτα έφυγε από το σπίτι για να ζήσει με τον κατ’ επιβολή σύζυγό της στο χωριό, διώχνουν και τη μητέρα της από τη δουλειά. Είναι πόλεμος, έχει τον μικρό γιο της να ζήσει, πρέπει κάτι να κάνει. Αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα να δουλέψει και να αφήσει τον Βλαντιμίρ στην αδελφή της. Η Τάμτα συγκλονίζεται με την απόφασή της. Για πρώτη φορά συνειδητοποιεί ότι η μητέρα της, ο «βράχος της», ο «άγγελός της» όπως την αποκαλεί, θα φύγει από τη ζωή της και δεν το αντέχει. Η φυγή της, όμως, γίνεται και το δικό της εισιτήριο προς την ελευθερία. Δεν αντέχει άλλο την ελεγχόμενη ζωή της, τη γεμάτη προβλήματα και «πρέπει» και για να πάρει λίγο αέρα έρχεται μετά από λίγους μήνες να βρει τη μάνα της στην Αθήνα. Εκείνη επιβιώνει ζώντας σε ένα υπόγειο, καθαρίζοντας σπίτια και κρατώντας παιδάκια κάνοντας το μεροκάματο κομπόδεμα για να το στέλνει πίσω στη Γεωργία, να βοηθήσει τον γιο, την κόρη και την εγγονή της. Οταν έρχεται η Τάμτα στην Ελλάδα, συνειδητοποιεί ότι δεν θέλει να γυρίσει πίσω. Πρέπει, όμως, να πείσει αφενός τον άντρα της που την πιέζει να επιστρέψει, αφετέρου να αποκτήσει και άδεια παραμονής. Ο άντρας της έχει άλλωστε και την κόρη τους μαζί και θέλει να τη φέρει κοντά της, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο. Εκείνος αντιδρά σφοδρά, οι προκαταλήψεις είναι τέρατα και το ενδεχόμενο του διαζυγίου ανήκουστη εξέλιξη για ανθρώπους σαν και εκείνον. Η Τάμτα θα μείνει εδώ για λίγους μήνες και μετά από εκατοντάδες ώρες συζητήσεων και αφού έχει πια και ο ίδιος καταλάβει ότι της είναι αβάσταχτη η κοινή τους ζωή στη Γεωργία, επιτέλους θα συναινέσει. Το διαζύγιό τους είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη μέχρι τότε ζωή της Τάμτα. Πλέον μαζί με την κόρη της και τον αδελφό της Βλαντιμίρ, έχοντας και τα νόμιμα χαρτιά παραμονής στην τσέπη της, θα ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην Ελλάδα, όπου μέσα σε ένα ζοφερό υπόγειο κάπου αχνοφέγγει φως από μια μικρή χαραμάδα.

Ενα Super Idol γεννιέται  

Η μαμά της σκοτώνεται στη δουλειά καθαρίζοντας το ένα σπίτι μετά το άλλο. Η 20χρονη πια Τάμτα έχει και εκείνη την 6χρονη κόρη της να φροντίσει, αλλά και τον 14χρονο αδελφό της. Ολοι είναι μια ενωμένη χούφτα τεράστιων αντοχών και ψυχικής δύναμης. Η Τάμτα επιμένει να βοηθάει τη μάνα της στο καθάρισμα των σπιτιών κι ας ωρύεται εκείνη για να την εμποδίσει. Εχει άλλα όνειρα για εκείνη και δεν θέλει το παραμικρό να τη βγάλει από τον στόχο της, αλλά η ανάγκη της επιβίωσης είναι εκεί και σκούζει σαν όρνιο. Η Τάμτα και θα καθαρίζει και θα φροντίζει την κόρη της που πηγαίνει εδώ στο σχολείο, ενώ στην πορεία θα φροντίζει κι ένα παιδάκι, τον Παναγιώτη. Δεν έχει παράπονο. Προτιμά να ζει εδώ, ελεύθερη, παρά πίσω στη Γεωργία σε έναν γάμο που ποτέ δεν επέλεξε, σε μια μικρή κοινωνία που την έπνιγε. Οι σαρωτικές αλλαγές στη ζωή της την έχουν αλλάξει και σωματικά. Με τον ερχομό της στην Ελλάδα έχει πάρει σχεδόν 15 κιλά, ένα μάλλον ψυχοσωματικό ξέσπασμα για μια ανέκαθεν αδύνατη και μικρόσωμη κοπέλα που ποτέ δεν ζύγιζε πάνω από 55 κιλά. Το 2003, κάποια κυρία στη δούλεψη της οποίας βρίσκεται η μητέρα της ως καθαρίστρια, την ενημερώνει για ένα τηλεοπτικό σόου που ψάχνουν για ταλέντα, και γιατί όχι να μην πάει η Τάμτα να δοκιμάσει; Εκείνη αρχικά είναι διστακτική. Ντρέπεται πάλι, της φαίνεται βαρύ το φορτίο της έκθεσης και κυρίως ένα όνειρο τόσο μακρινό για να γίνει αληθινό. Ευτυχώς πείθεται και στέλνει αίτηση για το «Super Idol». Περνάει φανταστικά, οι εμπειρίες που αποκομίζει είναι αναμνήσεις ζωής, η αυτοπεποίθησή της είναι πάλι εδώ, παρούσα, και προσαρμόζεται ανέλπιστα γρήγορα στα καινούρια δεδομένα της ζωής της. Κάποιες φορές κλαίει γοερά στα παρασκήνια όταν την ντύνουν και τη βάφουν όπως δεν της είχε συμβεί ποτέ μέχρι τότε. Θα βγει δεύτερη, αλλά ήταν σαν να βγήκε πρώτη. Ο Αντώνης Ρέμος της κάνει πρόταση να δουλέψει μαζί του στο «Αθηνών Αρένα» μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα, βγάζει το πρώτο της single με τη MINOS EMI που γίνεται μεγάλη επιτυχία, ακολουθεί το πρώτο της άλμπουμ με τίτλο το όνομά της, από το οποίο προκύπτουν σουξέ και προτάσεις για συνεργασίες σε μεγάλες πίστες. Είναι ευτυχισμένη και περήφανη, περισσότερο για τη μητέρα της παρά για τον εαυτό της, θεωρώντας ότι η πίστη της στον εαυτό της έφερε φως στη ζωή όλων τους.

Το ζευγάρι γνωρίστηκε το καλοκαίρι στη Μύκονο

Απογευματινός περίπατος στα νότια προάστια

Fashion icon

Το κορίτσι που κάποτε φορούσε δανεικά ρούχα από την ξαδέρφη της και τη γειτονιά τα οποία με μαεστρία και φαντασία μεταποιούσε η μητέρα της για να την κάνει φιγουρίνι, είναι σήμερα ένα αυθεντικό fashion icon. Για κάποιους πιο κυνικούς, υπεύθυνη για την ολική της μεταμόρφωση σε ιέρεια του στυλ είναι η Αλεξάνδρα Κατσαΐτη που επιμελείται την εικόνα της. Για όσους, όμως, αρέσκονται να βλέπουν κάτω από την επιφάνεια, η έμφυτη τάση της να προσαρμόζει στο προσωπικό της στυλ την εκάστοτε μόδα είναι εκείνη που κάνει την Τάμτα να αφήνει το προσωπικό της αποτύπωμα, όσο ταλαντούχα στυλίστρια κι αν είναι η Κατσαΐτη. Ο συνδυασμός τους, όμως, «σκοτώνει» και αποτελούν ένα αξεπέραστο δίδυμο στην εγχώρια ποπ κουλτούρα που πολλάκις έχει βασανιστεί από τα εκάστοτε fashion victim της πίστας που τραγουδάνε καψουροτράγουδα ντυμένα ως κακέκτυπα της Lady Gaga. Οι εμφανίσεις της Τάμτα είναι θέμα δημοσιευμάτων, έχει το δικό της μοναδικό στυλ, είναι συγχρόνως τόσο φρέσκια αλλά και επαγγελματίας επί σκηνής. Ποτέ δεν πετάει κοτσάνες στις συνεντεύξεις, είναι προσεκτική και προσγειωμένη, δεν προκαλεί με αμετροέπειες, δείχνει σεβασμό σε ό,τι της συμβαίνει. Συγχρόνως έχει πάντα το μυαλό της στην κόρη της που μέχρι τα πέντε της μεγάλωνε με μια κανονική μαμά και μετά έπρεπε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα: η μαμά ντύνεται, βάφεται, γίνεται εξώφυλλο και μοντέλο στα εντιτόριαλ μόδας, βγάζει δίσκους, υπογράφει αυτόγραφα, συνεργάζεται με διάσημους, είναι η ίδια διάσημη. Και ως τέτοια ασχολούνται όλοι με την προσωπική της ζωή. Στην αρχή η μικρή Αννι σοκάρεται, της φαίνονται περίεργα όλα αυτά, η Τάμτα προσπαθεί να τη μυήσει στη νέα ζωή. Οι δυο τους είναι αυτοκόλλητες, συζητάνε πολύ και τα πάντα, είναι πάνω απ’ όλα οι δυο τους και όλα τα άλλα έπονται. Και όντως έπονται.

Οι μέχρι σήμερα σύντροφοι στη ζωή της ποπ τραγουδίστριας, παρά τα όποια έντονα συναισθήματα απέναντί τους, επ’ ουδενί εισέβαλλαν θορυβωδώς στη ζωή της. Ο Γρηγόρης Πετράκος, ο τραγουδιστής που επίσης αναδείχθηκε από talent show, το «Fame Story», ήταν η πρώτη εν Ελλάδι μεγάλη σχέση της ζωής της και ο πρώτος της γνήσιος έρωτας. Συνεργάστηκαν δισκογραφικά, είχαν κοινές live εμφανίσεις, είχαν σχέση ζωής και αγάπης, με απεριόριστο μεταξύ τους σεβασμό και εκτίμηση. Η σχέση τους κράτησε 6 χρόνια, έληξε χωρίς δράματα και πικρίες και παραμένει ακόμα και σήμερα σχεδόν αδελφική, κι ας έχει ο καθένας κάνει στο μεταξύ άλλες προσωπικές επιλογές. Εκείνος είναι πια πατέρας στο πρώτο του παιδί που απέκτησε με την ηθοποιό Θεοφανία Παπαθωμά -το οποίο παρεμπιπτόντως γεννήθηκε την ίδια ακριβώς ημερομηνία με εκείνη της Τάμτα (10 Ιανουαρίου)- και εκείνη εξακολουθεί να είναι single mother, έχοντας, όμως, ζήσει στο μεταξύ θυελλώδεις έρωτες. Οπως με τον τραγουδιστή Ησαΐα Ματιάμπα, με τον οποίο κάποτε φήμες ήθελαν να έχει αναπτύξει σχέση προτού εκείνη χωρίσει με τον Πετράκο και εκείνος με κάποια Ελενα. Οπως και να ’ναι, το παθιασμένο φιλί που αντάλλασσαν επί σκηνής Τάμτα και Ματιάμπα όταν έκαναν κοινές live εμφανίσεις, το αντάλλασσαν και στις ιδιωτικές τους στιγμές, κι ας επέμεναν εμμονικά τότε να μην το παραδέχονται δημοσίως για τους δικούς τους -ίσως και επαγγελματικούς- λόγους. Η σχέση τους ήταν θυελλώδης, ενίοτε και βασανιστική για τον τραγουδιστή που σε ένα μεταγενέστερο ξέσπασμα δημόσιας ειλικρίνειας δήλωνε: «Από τότε που τερματίστηκε μια σχέση -ευτυχώς Παναγία μου!- είμαι κενός». Από το 2012, τίποτα δεν είχε ακουστεί για κάποιον νέο έρωτα της Τάμτα. Η 21χρονη σήμερα κόρη της που σπούδασε στην Πάτρα, στο Τμήμα Διαχείρισης και Περιβάλλοντος Φυσικών Πόρων, έχει πια οπλιστεί καταλλήλως ώστε να μην ταράζεται από τις όποιες φήμες ή αλήθειες για την προσωπική ζωή της μητέρας της. Είναι πλέον εξοικειωμένη με τον όρο «σόουμπιζ» και η σχέση τους, μετά τις συμπληγάδες της επαναστατικής εφηβείας της, έχει βρει απάνεμο συναισθηματικά λιμάνι. Την ίδια στιγμή η Τάμτα είναι πολύ νωρίς για να πει αν έχει βρει το δικό της λιμάνι στην αγκαλιά του Πάρι.

Ο ανήσυχος playboy

Ο πρωτότοκος γιος της Μαριάννας Λάτση και του Γρηγόρη Κασιδόκωστα δεν έχει ιδέα από τα βιώματα της νυν αγαπημένης του. Μόνο ως σενάρια των ταινιών που έχει δει ή ίσως κάποτε κινηματογραφήσει και ο ίδιος ως παραγωγός σε κάποια από τις ταινίες του. Η ζωή του πάμπλουτου διαδόχου αποτελεί σενάριο για άλλου είδους ταινίες και σαπουνόπερες, με ήρωες καλομαθημένους επίγονους δυναστειών που μαθαίνουν τη ζωή μέσα από ιδιωτικά λίαρ τζετ και θαλαμηγούς-μεγαθήρια. Από τη Βουλιαγμένη όπου μεγάλωσε μέχρι το Λονδίνο και το Λος Αντζελες, ο Πάρις έχει γράψει τα δικά του χρυσά χιλιόμετρα στο κοσμοπολίτικο lifestyle που του χάρισαν οι συγκυρίες, ρουφώντας τους καρπούς της καλής ζωής και ενίοτε προκαλώντας πονοκεφάλους διαρκείας στους προγόνους του με τις προσωπικές του επιλογές. Η κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερή του Ζέτα Βομβογιάννη, αλλοτινή φίλη της μητέρας του και πρώην σύζυγος του πολυεκατομμυριούχου κοσμηματοπώλη Φρανσουά Γκραφ, έγινε αφορμή για θυελλώδεις καβγάδες στο Λατσέικο, που θεωρούσαν δεδομένο το κυνικό συμφέρον από πλευρά της στη σχέση του μαζί της – η «άπληστη» σαραντάρα και το αθώο πλην πάμπλουτο «τεκνό». Αυτόπτες μάρτυρες έχουν να λένε ακόμα για εκείνη τη ζωηρή συζήτηση μεταξύ της γιαγιάς Εριέττας Λάτση και του Πάρι σε εστιατόριο της Βουλιαγμένης, για τα ποταπά κατά τη γνώμη της κίνητρα που έκαναν την αειθαλή Ζέτα να σκίζει τα ιμάτιά της για τον πλούσιο γόνο που πρόσθεσε στη συλλογή των εραστών της – κατά σύμπτωση όλων κροίσων. Οχι ότι η αντικατάσταση της Ζέτας Βομβογιάννη από την Πάρις Χίλτον χαροποίησε ιδιαίτερα την οικογένεια που είδε ένα ακόμα αρπακτικό να σφίγγει ως άλλος βόας το σώμα του στον λαιμό του διαδόχου. Στα χρόνια των κινηματογραφικών σπουδών του στο Λος Αντζελες, η εκρηκτική πλην κακομαθημένη κληρονόμος των ξενοδοχείων «Hilton» με το ομώνυμο όνομα έγινε η dominatrix σύντροφος του Πάρι – ή τουλάχιστον έτσι την ερμήνευαν οι δικοί του που αδυνατούσαν να χωνέψουν τα τερτίπια και τα μπας κλας νάζια της όταν περπατούσαν μαζί της στα στενά σοκάκια της Μυκόνου, ως καλεσμένη τους μετά από απαίτησή του.

Ο καβγάς μεταξύ Ζέτας Βομβογιάννη και Πάρις Χίλτον σε club του Λος Αντζελες ήταν ένα ακόμα θλιβερό περιστατικό μεταξύ μιας νυν και μιας πρώην, ο οποίος έδωσε μπόλικη τροφή για κουτσομπολιό στα διεθνή έντυπα, αφού η νεαρή Χίλτον υπό την επήρεια αλκοόλ στόλισε την πρώην κυρία Γκραφ με μια σειρά από κοσμητικά επίθετα πριν καταλήξουν στα δικαστήρια για χάρη του. Ευτυχώς για όλους, η Πάρις μπήκε επίσης στη λίστα με τις πρώην που μέχρι σήμερα έχει επαρκώς εμπλουτιστεί με ηθοποιούς, μοντέλα, τραγουδίστριες κ.ά. Η Τάρα Ρέιντ, μοντέλο και ηθοποιός, η Χάνα Κορνέτ, μοντέλο και ηθοποιός, η Νίκι Ριντ, η ηθοποιός από το «Τwilight», η 22χρονη μελαχρινή χορεύτρια από την Ολλανδία Μαρτίνα Ιβανσον και η επίσης χορεύτρια pole dance Μαρία Δελόγκα που γνώρισε ως hostess στο εστιατόριο «Matsuhisa» της Βουλιαγμένης, έχουν γευτεί μια δόση ευ ζην δίπλα στον Ελληνα κροίσο playboy που είναι ήδη αρκετά ψυλλιασμένος ώστε να έχει επίγνωση των εκάστοτε κινήτρων από τους επίδοξους θηλυκούς κυνηγούς. Οσοι σήμερα τον βλέπουν να κυκλοφορεί με την Τάμτα, με την οποία καβγαδίζουν ήδη και δημόσια αδιαφορώντας για τα αδιάκριτα μάτια και αφτιά, ισχυρίζονται ότι η σχέση τους είναι μαύρο και κόκκινο μαζί. Δηλαδή δύναμη (το μαύρο) και πάθος (το κόκκινο). Οπως το λογότυπο της Panik Records. Ή όπως το κόκκινο καυτό φόρεμα και οι μαύρες ζαρτιέρες της Τάμτα επί σκηνής. Μάλλον και τα δύο μαζί.

 

www.protothema.gr

Loading