Quarreled couple

Μετά από πολύωρες συζητήσεις με φίλες που είχαν ζήσει παρόμοιες εμπειρίες και άπειρες συμβουλές από τη μαμά μου, για το πώς θα πρέπει να φερθώ , πήρα το δρόμο για το χωριό του καλού μου, για να ζήσω τη δική μου εβδομάδα των παθών.

Εγώ γέννημα θρέμμα Αγίας Παρασκευής , μην έχοντας ξεφύγει από την πρωτεύουσα παρά μόνο για επιδρομές σε νησιά το καλοκαίρι (το πιο κοντινό σε χωριό που είχα ζήσει ήταν το διήμερο για σκι στην Αράχωβα και τον Παρνασσό) ποτέ δε φανταζόμουν τι θα συναντούσα εκεί. Η διαδρομή μας ήταν ευχάριστη αλλά φτάνοντας στο χωριό του, το χαμόγελο μου κόπηκε μονομιάς. Ένιωσα να πρωταγωνιστώ σε ριάλιτι τηλεπαιχνίδι. Βλέμματα και μάτια καρφωμένα πάνω μου σαν να με σκανάρουν και να με βγάζουν ακτινογραφία! Ψίθυροι να ακούγονται από παντού. Η ‘’κοπελιά του Χρήστου» με ανέβαζαν , ‘’η αρραβώνιαρα του Χρήστου» με κατέβαζαν. Πως με ήξεραν όλοι αυτοί; Εγώ δεν το ‘χω με τις νέες γνωριμίες. Δεν ήξερα κανέναν τους και ούτε ενδιαφερόμουν να μάθω. Με το ζόρι συγκράτησα πέντε ονόματα . Άλλοτε περπατώντας άκουγα και ατάκες του στυλ: Έφτασε η πρωτευουσιάνα, η Αθηναία καλέ περνάει, δείτε γρήγορα! Μην τυχόν και δεν προλάβει κανείς να με ακτινογραφήσει.

Ο δε πατέρας του καλού μου, με το που με είδε, πρόσεξε τα νύχια μου ( τα οποία τα είχε περιποιηθεί ειδική επιστήμων επί δύο ώρες με ακρυλικό και παραφίνη παρακαλώ) και ταράχτηκε. Μου δήλωσε κατηγορηματικά : Με τούτα τα νύχια , στο σπιτικό μας δεν μπαίνεις! Ο Χρήστος γέλασε και η μάνα του κάτι ψιθύρισε για πλύσιμο πιάτων , εγώ δεν γέλασα με το black χιούμορ τους, ούτε φάνηκα πρόθυμη να μάθω τα inside jokes τους. Με κοίταζαν από πάνω μέχρι κάτω, έπρεπε να συνηθίσω το σκανάρισμα για όσο θα έμενα εκεί. Το βράδυ στην Ανάσταση , είχα ετοιμάσει να βάλω τα καλά μου για τα οποία είχα πληρώσει και μια περιουσία, και είχα σετ-άρει γόβα με τσαντάκι και γούνα με κολιέ. Ήμουν γελασμένη, δεν με άφησαν. ‘’Τι είναι αυτά; Στο γάμο του καραγκιόζη πας; Ανάσταση έχουμε!» Μου ‘λέγαν κιόλας ‘’τι ήρθες εδώ να μας το παίξεις πριμαντόνα ; ‘” Ανάθεμα και αν ήξεραν τι σημαίνει! Η μητέρα του να επιμένει να φορέσω ένα δικό της φόρεμα , που το φύλαγε για τέτοια περίσταση, διόλου κολακευτικό, δεν ήταν καν το νούμερο μου, αλλά who cares, προοριζόταν για εμένα και τέλος. Οτιδήποτε έλεγα θα χρησιμοποιούταν εναντίον μου και ήδη το ποινικό μου ήταν βαρύ. Με αυτό στην Αθήνα θα με έπιανε η fashion police! Τακούνι ούτε που τόλμησα να βγάλω από τη βαλίτσα. Οι δρόμοι δεν ήταν για πολλά- πολλά και αν έβαζες πάνω από δύο διαφορετικά χρώματα πάνω σου, παραήσουν προκλητική για τα δεδομένα τους.

Στο πήγαινε για την εκκλησία με βάλανε να περπατάω μπροστά και να καμαρώνουν, μα δεν θέλω να πάω μπροστά, δεν ξέρω καν το δρόμο, hellooo! Γυρνώντας στο σπίτι και έχοντας ανταλλάξει ευχές με συγγενείς , θείους, θειάδες, ξαδέρφια, συμπεθέρες, γειτόνισσες, αγνώστους, με κάθε χωριανό , μη σας πω και κατοίκους του διπλανού χωριού, οι γονείς του επέμεναν να φάω μαγειρίτσα. Τους εξηγούσα πως η διατροφή μου δεν μου επιτρέπει να φάω μετά τις 8 το απόγευμα , εκείνοι ανένδοτοι. ‘’Φάε να δυναμώσεις, ένα μάτσο κόκκαλο είσαι, πως θα γίνεις μάνα αύριο μεθαύριο, Πως θα ανοίξεις σπιτικό;» ‘Όταν δε με είδαν να βγάζω την fitness bar διαίτης από την τσάντα μου, γούρλωσαν όλοι τα μάτια. Καλύτερα να είχα βγάλει πολυβόλο! Τα ακαταλαβίστικα inside jokes τους να δίνουν και να παίρνουν και εγώ να μασουλάω στη γωνία μου, προσπαθώντας να συνδεθώ στο internet από το κινητό μου για να επανέλθω στον πολιτισμό .

Την επόμενη μέρα , για την ακρίβεια στις 4 τα χαράματα ήταν όλες στο πόδι και κάνανε δουλειές. Σερί το πήγαν ; Ποιος ξέρει! Οι κότες να κακαρίζουν σαν δαιμονισμένες και εγώ να μην μπορώ να κοιμηθώ. Αργότερα, στο γλέντι να με τραβολογάνε με το ζόρι να χορέψω και εγώ μετά βίας να προσπαθώ να ανεχτώ τα κλαρίνα για χάρη του καλού μου. Να μου μετράνε τις μπουκιές , φάε και αυτό , φάε και εκείνο , όσο πιο παχυντικό το φαγητό, τόσο μεγαλύτερη η επιμονή τους να το φάω. Και άλλο τόσο μεγαλύτερη η απόλαυση τους αφού τελικά το έτρωγα. Γυάλιζε το μάτι τους. ‘’Δεν ξέρεις να τρως, πιάστο μωρέ με τα χέρια να το ευχαριστηθείς!» , ΄΄Φάε μπόλικο τζατζίκι το έφτιαξα μόνη μου!» , ΄΄Θα προσβληθώ αν δε δοκιμάσεις το τσίπουρο μας!» . Δε λέω , καλοπροαίρετα ήταν αυτά, αλλά ποιος είπε ότι ήθελα να γυρίσω δέκα κιλά βαρύτερη πίσω; Προθυμοποιήθηκα να βοηθήσω και στις δουλειές μετά , αλλά δέχτηκα το ρατσισμό λόγω νυχιών και εμφάνισης φυσικά. ‘’Σιγά μην ξέρει η ακαμάτα να πιάνει το σκουπόξυλο!» ‘’Η πριμαντόνα δεν μπορεί να πλύνει δύο ρούχα!» και άλλα τέτοια κολακευτικά είχαν γίνει σλόγκαν.

Την επόμενη το χάραμα που ξύπνησα πάλι μαζί με τις κοτούλες , δεν άντεξα , ξύπνησα τον φίλο μου και τον παρακάλεσα να γυρίσουμε στην Αθήνα, στη βάση μας. Ωραίο το χωριό, αλλά μην πάθουμε και overdose! Μόλις τον έπεισα, άρχισα να ετοιμάζω τα πράγματα μου με μια ανείπωτη χαρά και η θεία του να με κυνηγάει σε όλο το σπίτι για να δοκιμάσω φρέσκο -παχυντικό-γαλατάκι και το αβγό της κοτούλας- ξυπνητηριού. Με αυτά και με εκείνα, το ίδιο πρωί ξεκινήσαμε για την Αθήνα, φορτωμένοι με πεσκέσια και άφθονα ντόπια φαγητά, με τους γονείς του να μου κρατάνε μούτρα που επηρεάζω τον γιόκα τους και τον σέρνω από τη μύτη και εμένα να μετράω αντίστροφα για να τελειώσει το δράμα μου .

efisecrets.gr

Loading