• 27 Απριλίου, 2024

Η τιμιότητα της αυθεντικής Κρήτης…. Μια συγκινητική ιστορία στη Μεσαρά

tiotita

Μέσα από μια πραγματικά συγκινητική ιστορία την οποία αφηγήθηκε με ανάρτησή του στο facebook ο παθών, μεσαρίτης Νίκος Ηλιάκης, γίνεται αντιληπτό πως και γιατί η Κρήτη αποτελεί τόπο ξεχωριστό, με ανθρώπους ευαίσθητους, τίμιους αλλά και δυσεύρετους. Η παρακάτω μακροσκελής ιστορία το αποδεικνύει και γι αυτό αξίζει να διαβαστεί:

tiotita1

Η ανάρτηση:

«Την Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016 και γύρω στις 10:00 το πρωί, μου έτυχε ένα μικρό συμβάν στον δρόμο, από αυτά τα περίεργα που μας συμβαίνουν καμιά φορά στην ζωή, όπου άλλο φαντάζει και άλλο πραγματικά είναι.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα σας εξομολογηθώ μία εμπειρία ζωής, κάτι που παράλληλα με έκανε να γνωρίσω έναν σπουδαίο και τίμιο άνθρωπο!

Καθώς οδηγούσα με το αυτοκίνητο μου επί της οδού 28ης Οκτωβρίου στις Μοίρες της Κρήτης, σταμάτησα αναγκαστικά με το αυτοκίνητο μου, μιας και ο οδηγός του προπορευόμενου αυτοκινήτου είχε σταματήσει παρατηρώντας ένα κάθετο στενό δρόμο, προσπαθώντας – όπως φαινόταν – να δει ή να βρει κάτι. Πίσω από εμένα υπήρχαν κι άλλα αυτοκίνητα, τα οποία και αυτά είχαν σταματήσει με την σειρά τους, περιμένοντας να συνεχίσουμε ο καθένας μας προς τον προορισμό του.

Ξαφνικά συνειδητοποιώ, πως ο οδηγός στο μπροστά αυτοκίνητο, έχει βάλει την όπισθεν και πριν καλά – καλά προλάβω να κορνάρω ώστε να προειδοποιήσω πως είμαι από πίσω, με έχει χτυπήσει πολύ ελαφριά στον προφυλακτήρα. Ευτυχώς είναι ελαστικοί και δεν παθαίνουν σοβαρές υλικές ζημιές!

Το αυτοκίνητο μου πλυμένο και γυαλισμένο από την προηγούμενη ημέρα, βλέπετε «πρωτευουσιάνος», δουλειά σε γραφείο στην «πρωτεύουσα» της Μεσσαράς όπου οδηγούμε σε άσφαλτο και θέλουμε να είμαστε καθαροί και γυαλισμένοι (στην πραγματικότητα όμως πόσο καθαροί είμαστε δεν ξέρω, μιας και η καθημερινότητα μας κάνει να ξεχνάμε ακόμα και το ποιοι είμαστε!).

Το αυτοκίνητο του 4×4, με κάγκελα, μέσα στην σκόνη και στην ακαθαρσία, φαινόταν βουνίσιος, βοσκός στο επάγγελμα, με ένα ντεπόζιτο στην καρότσα για να μεταφέρει νερό, σε μέρη που νερό δεν υπάρχει!

Η θερμοκρασία πάνω από 32oC, ζέστη! Ο οδηγός του 4×4 βρισκόταν ακόμα μέσα στο αυτοκίνητο, ενώ εγώ βγαίνω έξω, εμφανώς ενοχλημένος από αυτό που μόλις είχε συμβεί!

Ανοίγει η πόρτα και βγαίνει έξω ένας άντρας ο οποίος φαινόταν γύρω στα 70 ηλικία, ψηλός, αδύνατος, με ένα μπολίδι (μαύρο μαντήλι) στο κεφάλι αντί για σαρίκι και ρυτιδιασμένος στο πρόσωπο. Φαινόταν μεγάλος και ταλαιπωρημένος, βιοπαλαιστής, αλλά στεκόταν περήφανος έχοντας παράλληλα ένα αυστηρό, αετίσιο βλέμμα. Αυτό του γνήσιου Κρητικού, που το βλέπει ο κατακτητής και το βάζει στα πόδια, αυτό της παλιάς, καλής και όμορφης Κρήτης που όλοι έχουμε στο μυαλό μας, ενός άντρα μπεσαλή περήφανου αλλά και πάνω απ’ όλα τίμιου!

Μου λέει με ευγένεια: «Λεβέντη μου συγνώμη! Δεν είδα σε, έκαμα να βρω το στενό απού θελα να πάω και κατά λάθος εγίνηκε, δεν είδα σε πως ήσουνε από πίσω μου!». Εγώ ακόμα φανερά ενοχλημένος από αυτό που μόλις είχε συμβεί, μόλις με είδε έτσι, συνέχισε λέγοντας μου: «Μη στεναχωράσε λεβέντη μου μα αυτά σάζουνε! Η ζημιά είναι μικρή και δεν αξίζει να ανακατώσουμε τσι ασφάλειες, δες και ότι είναι θα στο πλερώσω εγώ να το σάξεις!».

Σίγουρα χρήματα δεν του περίσσευαν. Δεν τον γνώριζα καν ποιος είναι, όπως επίσης όλοι μας γνωρίζουμε πως σε τέτοιου είδους περιστατικά, το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνουμε για να διασφαλιστούμε, θα ήταν να καλέσουμε την τροχαία για να καταγράψει το συμβάν. Δεν το έκανα. Ο λόγος του ήταν; Τα μάτια του που έλεγαν την αλήθεια; Κάτι με έκανε να του έχω εμπιστοσύνη και μία που το είπαμε και μία που βρισκόμαστε σε ένα φανοποιείο στις Μοίρες.

Έφτασα πρώτος με το αυτοκίνητο μου και ξοπίσω αυτός ο άγνωστος ακόμα για μένα άνθρωπος.

Κατεβαίνει και ακριβώς με τον ίδιο τρόπο μου λέει: «Ντελικανή μου συγνώμη, δεν σε είδα έχοντας το ντεπόζιτο από πίσω στην καρότσα αλλά μην στεναχωράσε – μου ξανά λέει, χτυπώντας με στην πλάτη και κοιτάζοντας με μέσα στα μάτια – αυτά σάζουνε, ρώτα κι εμένα που ΕΧΩ ΧΑΣΕΙ ΤΟ ΚΟΠΕΛΙ ΜΟΥ, συνεχίζει με σχεδόν τρεμάμενη φωνή και μάτια κοκκινισμένα, υγρά, έτοιμα να κλάψουν, στεναχωρημένα αλλά χωρίς να χάνουν την ΥΠΕΡΗΦΑΝΙΑ τους!

Εγώ έχω μείνει άναυδος, όντας πατέρας δύο μικρών παιδιών και νοιώθοντας την πατρική στοργή αλλά και πόνο, ανατρίχιασα, στενοχωρήθηκα και ένοιωσα τόσο ηλίθιος μπροστά του για έναν προφυλακτήρα αυτοκινήτου, παράλληλα όμως ακόμα με κυρίευε το σύνδρομο της πόλης, αυτή η ανωνυμία που μας κάνει να μην γνωρίζουμε ο ένας τον άλλον, καθώς επίσης που μας κάνει να μην νοιώθουμε και να μην κοιτάμε με τα μάτια της ψυχής, να μην κοιτάμε πραγματικά στα μάτια ο ένας τον άλλον!

Του λέω: «Θείε ο μάστορας θα μας πει πόσο είναι η ζημιά και ότι μας πει εκείνος».

Αμέσως ανοίγει το πορτοφόλι του να μου δώσει 50€.

Του λέω «Θείε, εγώ δεν θέλω λεφτά στα χέρια μου, ο μάστορας να μας εκτιμήσει τη ζημιά και όσο κάνει, να πληρώσεις αυτόν και όχι εμένα!»

Μου λέει: «Εγώ θα τα δώσω εσένα απού σου κάμα τη ζημιά και εσύ δώστα του μαστόρου».

Εκείνη τη στιγμή παίρνει τον λόγο ο τεχνικός του φανοποιείου ο φίλος μου ο Μανώλης και μας ανακοινώνει πόσο είναι το ποσό της ζημιάς. Αμέσως το βγάζει από το πορτοφόλι του και μου το βάζει στο χέρι, του λέω ξανά με ευγένεια: «Θείε δεν θέλω εγώ λεφτά, θα τα δώσω του μάστορα και όπως το είπα το έκανα κι όλας».

Τον ρωτάω, «Πως σε λένε θείε;».

«Είμαι από τη Λοχριά» μου απαντά, «Σωμαροστελή θα με βρεις. Καμιά φορά βγαίνω και στο ραδιόφωνο και λέω καμιά μαντινάδα. Μπορεί και να με έχεις ακούσει.».

Έγνεψα το κεφάλι καταφατικά.

Στο φανοποιείο βρισκόταν και ο καλός μου φίλος ο Κωστής ο Φραγκιαδάκης, ελαιοχρωματιστής στο επάγγελμα, μένει στις Μοίρες και έχει μία υπέροχη οικογένεια. «Ναι θείε», του λέει, «σε έχω ακούσει πολλές φορές να λες μαντινάδες στο ραδιόφωνο» και του χαμογέλασε με υπερηφάνεια, για την αφοσίωση του να λέει μαντινάδες και να βαστά ψηλά την σημαία της παράδοσης της Κρήτης!

Ο τεχνικός μου είπε πως από την επόμενη εβδομάδα θα μπορούσε να μου το φτιάξει και ορίσαμε να με πάρει τηλέφωνο.

Φύγαμε όλοι.

Εγώ φεύγοντας ήμουν προβληματισμένος, μαζί με τον θείο μου Φασουλάκη Μανώλη από τα Πιτσίδια που ήταν μαζί μου.

Έγινε ένα αστείο ατύχημα, που θα μπορούσε να έχει συμβεί ίσως στον καθένα μας και χωρίς να γίνει κάτι το αξιόλογο, αλλά με έκανε να γνωρίσω έναν τίμιο και ευγενικό άνθρωπο!

Πηγαίνοντας για ένα γρήγορο καφεδάκι μετά την ιστορία αυτή, με τον θείο μου τον Μανώλη, μου λέει: «Εγώ χρήματα από αυτόν τον άνθρωπο δεν θα μπορούσα να πάρω».

Τον ρωτάω «Γιατί; Δεν έφταιγε;».

Μου λέει: «Ναι, έφταιγε, αλλά δεν θα μπορούσα να πάρω χρήματα από αυτόν τον άνθρωπο!».

Θέλοντας να μου πει πως ήταν τίμιος και σωστός. Σε κανένα σημείο δεν παραπονέθηκε, δεν προσπάθησε να δείξει πως δεν φταίει αυτός, ήξερε πως αυτός έφταιγε και με απόλυτη ειλικρίνεια πρότεινε να αποκαταστήσει την όποια ζημιά έκανε! Πολλές φορές στον δρόμο, όταν γίνεται ένα ατύχημα με υλικές ζημιές, η κουβέντα ξεκινάει με διαφωνία έως ότου καταλήξουν στο ποιος φταίει, έχοντας αποφανθεί η τροχαία ή ακόμα και οι αυτόπτες μάρτυρες.

Αυτός ήταν ειλικρινής, τίμιος, μπεσαλής! Έκανε κάτι και με τον γρηγορότερο τρόπο, ήθελε να αποκαταστήσει ότι είχε δημιουργήσει. Χωρίς να του περισσεύουν χρήματα, όπως στους περισσότερους μας σε αυτές τις δύσκολες εποχές που ζούμε, όντας βιοπαλαιστής και χαροκαμένος από τον θάνατο του γιού του! Που να φανταζόταν όμως πως αυτό το μικρό ατύχημα, θα δημιουργούσε μία μεγάλη φιλία με έναν κατά πολύ ηλικιακά μικρότερό του, ίσως και έγγονα θα έλεγα!

Το μεσημεράκι πήγα πίσω στο φανοποιείο και είπα του τεχνικού Μανώλη: «Μανώλη, χίλια συγνώμη, θέλω να μου δώσεις πίσω τα χρήματα που σου έδωσε ο άνθρωπος. Θέλω να πάω να του τα επιστρέψω!». Αυτός σίγουρα τα έχει πιο πολλή ανάγκη, για να τα χρησιμοποιήσει σε κάτι πιο ουσιώδες από το να φτιάξει κάποιες εκδορές στον προφυλακτήρα μου! Σιγά το πράγμα 2 γρατζουνίτσες! Και τι έγινε!

Μου απαντά ο Μανώλης: «Νίκο, ρώτα τον αδερφό μου τι του είπα μόλις φύγατε. Πως εγώ χρήματα από αυτόν τον άνθρωπο, δεν θα μπορούσα να πάρω και όπως το λέει έχει ήδη πάει μέσα στο γραφείο του και μου έχει φέρει τα χρήματα πίσω!».

Τα πήρα πίσω για να τα επιστρέψω, του χαμογέλασα, τον ευχαρίστησα και του ξαναζήτησα συγνώμη! Έδειξε πως σαν να το περίμενε και ο ίδιος να συμβεί. Όπως κι εγώ το ήθελα, όπως και ο Μανώλης ο θείος μου. Όλοι μας νοιώσαμε το ίδιο, κάτι που όσες λέξεις και να γραφτούν δεν μπορούν να το περιγράψουν!

Πήγα στα Μάταλα να πάρω τα παιδιά μου που είναι η χαρά τους να βρίσκονται με την πολυαγαπημένη τους γιαγιά, την μάνα μου Φασουλάκη Αντωνία. Εκεί είδα τον θείο μου Κεφαλάκη Νίκο. Έναν θείο που έχει μία υπέροχη οικογένεια με παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα και τον οποίο αγαπώ πολύ! Είναι από τους θείους μου που κρατεί κι αυτός ψηλά την σημαία της παράδοσης, λέγοντας σε κάθε παρέα που κάνουμε, μαντινάδες, ρίμες βγαλμένες από τη ζωή και εξιστορώντας όμορφες ιστορίες από το παρελθόν, με το ιδιαίτερο χιούμορ που τον διακατέχει, που σε κάνει να τον ακούς και να τον απολαμβάνεις με τις ώρες! Μόλις του ανακοίνωσα το συμβάν και πως είχα σκοπό να πάω να βρω τον Σωμαροστελή και να του επιστρέψω τα χρήματα, μου είπε: «Νίκο, να πας να τονε βρεις και να ξέρεις πως ετσά καλούς ανθρώπους, να μην τους χάνεις ποτέ από τη ζωή σου!»

Επέστρεψα στο σπίτι μου στις Μοίρες και κάθισα μόνος στον καναπέ, ακόμη προβληματισμένος. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου κοιμήθηκαν για το μεσημέρι. Ήμουν ακόμη προβληματισμένος για το πόσο όλοι εμείς, ιδίως οι νεότεροι, έχουμε λόγω καθημερινότητας λοξοδρομήσει, που πλέον, αρκετές φορές, δεν κοιτάμε με τα μάτια της καρδιάς, με τα μάτια της ψυχής, αλλά με τα μάτια της λογικής, που πολλές φορές παραλογίζεται!

Αμέσως, έκανα κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ πριν στο παρελθόν, αλλά και ούτε ποτέ φανταζόμουν πως θα μπορούσα να κάνω. Πήρα ένα κομμάτι χαρτί και στυλό και άρχισα να γράφω τις πρώτες μαντινάδες της ζωής μου. Μία-μία οι λέξεις άρχισαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, συγκινημένος και με σχεδόν δακρυσμένα μάτια για αυτόν τον υπερήφανο και τίμιο άνθρωπο, έγραψα:

Αγαπητέ Μανουσάκη Στέλιο ή Σωμαροστελή από την Λοχριά!

“ Σήμερο είχα την τιμή στις Μοίρες να γνωρίσω,
τον άνθρωπο που μ’ έκανε να αναθεωρήσω! ”

“ Πολλά δε θέμε στη ζωή για να ‘χουμε ευτυχία,
μόνο την τιμιότητα, ευγένεια κι αντρεία! ”

“ Σήμερο μου τα δίδαξες και ταπεινά στο λέω,
καλές καρδιές και τίμιες κάνουν τον κόσμο ωραίο. ”

Ο Σωμαροστελής, χαροκαμένος από τον θάνατο του γιού του, είχε γράψει 2 μαντινάδες που έτυχε να διαβάσω. Λέει ο Σωμαροστελής:

“ Ήμουνα πρίνος στην κορφή μα έπεσε αστροπελέκι,
και με σπασε και με καψε μα το κουτσούρι στέκει. ”

“ Και το κουτσούρι που έμεινε το χιόνι τζάμπα πίνει,
ελπίδα δεν υπάρχει μπλιο πρίνος να ξαναγίνει. ”

Του απάντησα σε αυτές τις δύο μαντινάδες του με τις παρακάτω:

“ Μα κιΑΝ ο πρίνος έσπασε σε μπόρες και σε χιόνια,
ρίζες βαθιές τονε κρατούν όσα και να περάσουν χρόνια! ”

“ Κι οι ρίζες είναι δυνατές και δεν μπορούν να κόψουν,
έχουν την υποχρέωση το δέντρο ν’ ανυψώσουν! ”

“ Κι όταν στα όρη στέκεται περήφανα ο πρίνος,
μικρά δέντρα θα θέλανε να γίνουν σαν εκείνος! “

Το γράμμα αυτό το σφράγισα μέσα σε ένα φάκελο, μαζί με τα χρήματα του και ξεκίνησα μετά από δύο ημέρες και πιο συγκεκριμένα την Κυριακή 28 Αυγούστου 2016, για να του τα δώσω κατ’ ιδίαν στο σπίτι του στη Λοχριά Αμαρίου.

Ξεκίνησα από τις Μοίρες μαζί με τον πατέρα μου Φρίξο Ηλιάκη ο οποίος επιθυμούσε να έρθει μαζί μου. Μετά από μία διαδρομή σε τοπία απείρου φυσικού κάλλους, φτάσαμε στο χωριό Λοχριά. Η Λοχριά όπως και όλα τα αμπαδιώτικα χωριά, βρίσκονται σε ένα τόπο ευλογημένο, αξιοζήλευτο, μέσα στη φύση, στην ηρεμία και τη γαλήνη, στη ρίζα του ψηλορείτη, σε τόπο γεμάτο πρίνους και άλλα πανέμορφα δέντρα!

Φτάνοντας στάθηκα έξω από τον φούρνο του χωριού, όπου και ρώτησα τον ιδιοκτήτη που είναι το σπίτι του Σωμαροστελή. Μου εξήγησε και χάρη στη βοήθεια του, συνέχισα να οδηγώ μέχρι που το βρήκα!

Ο Σωμαροστελής καθότανε μαζί με την γυναίκα του σε ένα μετόχι που έχει έξω από το χωριό, ψηλά, εκεί που έχει και τα ζωντανά του, για να μπορεί να τα προσέχει και να τα φροντίζει!

Μπροστά μου αντίκρισα μία μεγάλη μαντρόπορτα. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο μου και φώναξα το όνομα του. Βγήκε έξω η γυναίκα του, η οποία με πολύ ευγενικό τρόπο, με ρώτησε τι θα ήθελα.

Της λέω «Καλησπέρα σας, το σπίτι του Σωμαροστελή είναι εδώ;».

Μου απαντάει «Μάλιστα, τι θα θέλατε;».

«Είμαι ένας φίλος του και ήρθα να τον δω» της είπα, «Είναι εδώ; Μπορώ να του μιλήσω;».

Τον φώναξε, βγήκε έξω από το σπίτι και πλησίασε την μαντρόπορτα.

Μόλις τον είδα χάρηκα! Είπα από μέσα μου, «Επιτέλους τον βρήκα, αυτός είναι ο καλός μου φίλος ο Σωμαροστελής.» Μπορεί ακόμα να μην είχαμε γνωριστεί καλά, αλλά εγώ ήδη τον ένοιωθα ως ένα καλό μου φίλο, λες και τον γνώριζα χρόνια!

Μου λέει «Παρακαλώ, τι θα θέλατε!».

Του λέω «Σωμαροστελή, ήντα κάνεις; Γνωρίζεις με;».

Με κοίταξε για λίγο μέσα στα μάτια και αμέσως μετά με θυμήθηκε, μου έδειξε αλλά και μου είπε πως χάρηκε που έφτασα μέχρι εκεί που τον βρήκα και μας προέτρεψε να μπούμε μέσα στο σπιτικό του για να μας κεράσει μια ρακή όπως είπε. Φιλόξενος και φιλικός μαζί με την γυναίκα του, μας πρόσφεραν στο τραπέζι όλα τα καλά του κόσμου και όσο άδειαζε το καραφάκι της ρακής, ήθελε να το ξανά γεμίσει.

Του έλεγα «Σωμαροστελή έχει λίγη Ρακή ακόμα το καραφάκι, δεν χρειάζεται να σηκώνεται κανείς για να το γεμίσει.».

«Όχι μου λέει, το θέλω να ‘ναι γεμάτο και όσο θέμε ας πιούμε.» Μερακλής και υπερήφανος! Όπως η Κρήτη όλη!

Γνωριστήκαμε καλύτερα. Μου μίλησε γι’ αυτόν, την οικογένεια του, τη ζωή του! Μου μίλησε για τον χαμό του μονάκριβου γιού του Γιάννη. Είπαμε πολλά! Κοιτάζοντας με εμένα και τον πατέρα μου στα μάτια, μας είπε και 2 μαντινάδες οι οποίες όλως τυχαίως ήταν αυτές οι δύο που είχα διαβάσει και με είχαν «αγγίξει» περισσότερο, αυτές που του είχα απαντήσει με 3 δικές μου και που βρίσκονταν μέσα στον φάκελο που κρατούσα μαζί μου. Του έδωσα τον φάκελο και γνωρίζοντας πως τα χρήματα δεν υπήρχε περίπτωση να τα πάρει πίσω, μιας και ο χαρακτήρας του δεν του το επιτρέπει, του είπα πως ο φάκελος εμπεριέχει μονάχα τις μαντινάδες που το έγραψα, παραλείποντας να του πω πως εμπεριέχει και τα χρήματα που είχε δώσει για να μου φτιάξει το αυτοκίνητο.

«Σωμαροστελή, μέσα στο φάκελο, σου ‘χω τσι μαντινάδες απου σου γραψα, αλλά θα ήθελα σε παρακαλώ να τον ανοίξεις μόλις φύγω και όχι τώρα!».

Μου απάντησε «Εντάξει.».

Με προέτρεψε να ανταλλάξουμε τα νούμερα των κινητών μας τηλεφώνων λέγοντας μου «Νίκο, εγώ θα σε παίρνω να μιλούμε καμιά φοράΑΝ δεν σε πειράζει! Να μου λες ήντα κάνεις!».

Του απαντώ «Με μεγάλη χαρά Σωμαροστελή, να ξέρεις πως οντε σ’ ακούω ανοίγει η καρδιά μου!» κάνοντας τον να χαμογελάσει!

Όταν με το καλό έφτασε η ώρα για να φύγουμε, τον χαιρετίσαμε, του είπα ξανά πως χάρηκα πολύ που τον γνώρισα, καθώς επίσης τον ευχαρίστησα ξανά για την τιμιότητα που υπέδειξε! Η χαρά μου ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που του έδειξα, μιας και αυτό που ένοιωθα δεν μπορούσα να του το εκφράσω! Συγκινημένος άρχισα ξανά να οδηγώ στον δρόμο της επιστροφής, έχοντας δίπλα μου τον πατέρα μου και σχολιάζοντας μαζί όλα όσα ειπώθηκαν αλλά και πάνω απ’ όλα ζήσαμε τα αμέσως προηγούμενα λεπτά στο σπίτι του Σωμαροστελή!

Ενώ οδηγούσα περίπου 5 λεπτά και βγαίνοντας λίγο έξω από το χωριό Καμάρες, χτυπάει το τηλέφωνο μου. Βλέπω να γράφει «Σωμαροστελής» που είχα αποθηκεύσει πριν λίγα λεπτά.

Σταματάω στην άκρη του δρόμου και το σηκώνω συγκινημένος, λέγοντας του «Έλα λεβέντη Σωμαροστελή! Ήντα ‘ναι;».

Μου λέει με μεγάλη συγκίνηση «Ήντα ‘ναι έτονα που μου καμες; Ήντα ‘ναι έτονα που μου καμες;» και σχεδόν κλαίγοντας από συγκίνηση συνέχισε «Μα να μου φέρεις και τα λεφτά πίσω; Θα ‘ρθω να σε βρω εγώ στη δουλειά σου! Θα ‘ρθω στσι Μοίρες!».

«Να ‘ρθεις Σωμαροστελή» του λέω «να σε ξανά δω και να κεράσω να πιούμε και ένα καφεδάκι!».

Μου ευχήθηκε καλοστραθιά και κλείσαμε το τηλέφωνο και οι δύο συγκινημένοι έχοντας δημιουργήσει μία μεγάλη και δυνατή φιλία!

Δεν σας κρύβω ότι προβληματίστηκα αρκετά για το αν θα έπρεπε ή όχι να δημοσιεύσω το παραπάνω κείμενο. Η συγκεκριμένη ιστορία, είναι μία ιστορία άκρως αληθινή, μία εμπειρία βγαλμένη από την ψυχή μου, είναι μία ιστορία που με άγγιξε και της οποίας πρωταγωνιστής είναι η τιμιότητα, την οποία σε ένα τυχαίο γεγονός, την ανέδειξε ο χαρακτήρας του Σωμαροστελή! Είναι μία ιστορία η οποία θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας ή ακόμα και να έχει ήδη συμβεί σε κάποιους!

Αυτού του είδους η τιμιότητα, αυτού του είδους η ανθρωπιά που εκπέμπουν κάποιοι άνθρωποι, μας κάνουν να μην χάνουμε ποτέ την ελπίδα μας για ένα καλύτερο, πιο δίκαιο και ομορφότερο κόσμο!

Και ποιος ξέρει, από αύριο θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας οΕΠΟΜΕΝΟΣ τίμιος «Σωμαροστελής»!

– Ηλιάκης Νίκος – Μοίρες, 2 Σεπτεμβρίου 2016.

Loading

Read Previous

Αποζημιώσεις δεκάδων χιλιάδων ευρώ σε επιβάτες πτήσης προς Ηράκλειο, καθώς το αεροπλάνο γέμισε… μυρωδάτο χασίς!

Read Next

Ο 16χρονος Ηρακλειώτης Λευτέρης Ηλιάκης Παγκόσμιος πρωταθλητής στο Kick-Boxing

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Most Popular