Με βίασε και όταν τελείωσε με κλώτσησε και μου είπε "φύγε κ@ριόλα θέλω να κοιμηθώ
Με βίασε και όταν τελείωσε με κλώτσησε και μου είπε “φύγε κ@ριόλα θέλω να κοιμηθώ

Τον γνώρισα σε κοινή παρέα τις απόκριες του 2008. Ήταν πολύ όμορφος, είχε πλάκα και με προσέγγισε πολύ χαριτωμένα. Μου άρεσε.

Πολύ. Αρχίσαμε να βρισκόμαστε. Κάναμε περιστασιακά σεξ, δεν είχαμε κάτι “σοβαρό” που λένε και οι κηνσορες. Κάποια στιγμή κι ενώ είχαμε να συναντηθούμε κάνα δυο βδομάδες, βρέθηκαμε στο ίδιο μαγαζί γιατί έπαιζαν κοινοί γνωστοί. Πήγα να χαιρετίσω, ήταν μεθυσμένος κι άρχισε να με βρίζει από το πουθενά. Δεν είχε μεσολαβήσει τίποτα απολύτως. Σοκαριστηκα, έφυγα και αποφάσισα να μην ξανασχοληθω. Ακολούθησε ένα μπαράζ από χιλιάδες τηλεφωνήματα για μέρες, που δεν τα σηκωνα. Σε ένα από αυτά, απάντησα και του είπα να σταματήσει να παίρνει γιατί δεν είχαμε τίποτα να πούμε, είχα ξενερώσει, ας το αφήσουμε. Μου είπε ότι νιώθει άθλια που μίλησε έτσι και με παρακάλεσε να το συζητήσουμε. Μου είπε ακόμη ότι του έχουν φερθεί πάρα πολύ άσχημα στο παρελθόν, ότι μόνο εγώ μοιάζω να νοιάζομαι και ότι είναι μαλακας αλλά “είχε πιει” και δεν ξέρει γιατί το έκανε αυτό. Ότι θέλει να ζητήσει συγγνώμη. Ότι δεν ήθελε να το χαλάσει όλο γιατί περνούσαμε καλά. Του είπα ότι δεν έχει κάποιο νόημα αυτή η κουβέντα. Επέμενε. Μασησα. Δέχτηκα να βρεθούμε γιατί “μόνο να σου μιλήσω θέλω, σε ικετεύω”.
Ήταν Ιούλιος. 23 Ιουλίου 2008.
Πήγα σπίτι του. Ήταν μεθυσμένος και έγινε γρήγορα εριστικός. Σηκώθηκα να φύγω, πήγε να με φιλήσει, του είπα ότι δεν θέλω, θέλω να πάω σπίτι μου. Μου είπε “δεν παίζει, εγώ σήμερα θα γαμησω”. Πήγα προς την πόρτα, με έπιασε από πίσω και άρχισε να με χτυπάει. Όσο αντιστεκομουν τόσο αγριευε. Με βίασε. Όταν τελείωσε με κλώτσησε και μου είπε “φύγε καριολα, ειμαι πρωινός, θέλω να κοιμηθώ”. Ένιωθα σχεδόν ανακούφιση που ζούσα. Έφτασα στην πόρτα και ήταν κλειδωμένη. Τα κλειδιά δεν ήταν πάνω. Νομίζω εκεί απασφαλισα, τρελάθηκα, ήμουν παγιδευμενη, ένιωσα οτι θα με σκότωνε. Άρχισα να ουρλιάζω, μου πέταξε γελώντας τα κλειδιά που τα είχε κρύψει σε ένα συρτάρι. Βγήκα στον δρόμο με σκισμένα ρούχα, ήταν ερημιά, μέχρι να βρω ταξί θυμάμαι δεν συνάντησα ούτε σκύλο. Έκλαιγα ασταμάτητα με λυγμούς. Ο ταρίφας ειμαι σίγουρη ότι θα με θυμάται για όλη του τη ζωή. Ήρθα σπίτι κι έκανα μπάνιο με μανία, όπως βλέπεις στις ταινίες. Ένιωθα ότι μπορούσα να το έχω προβλέψει. Ότι μπορούσα να το έχω αποτρέψει. Ότι είχα δείγματα και ότι φταίω που πήγα. Ντροπή παραδόξως δεν ένιωσα, ούτε τότε, ούτε μετά.
Καταγγελία δεν έκανα ποτέ. Δεν ξέρω αν μετανιώνω. Μέχρι εκεί μπορούσα. Μέχρι εκεί άντεχα τότε. Δεν θα απολογηθω για αυτό σε κανέναν μαλακα με υψωμένο δάχτυλο. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος. Το είδα όλο στα προσεχώς. Την επιχείρηση – διαπόμπευση. Τα “τι δουλειά είχες σπίτι του”. Τα “έλα που δεν ήθελες, τότε γιατί πήγες”. Ηθελα μόνο να το αφήσω πίσω. Να πάω παρακάτω. Μίλησα σε όλους μου τους φίλους σχεδόν αμέσως. Οι άντρες αντέδρασαν αμήχανα και ενοχικά, κάπως σαν να ντρέπονταν για το φύλο τους. Μια “φίλη” που θεωρούσα και κοντινή μου τότε, (γιατί έχω και “εξαιρετικο” κριτήριο ενίοτε), μου είπε “νταξει έφταιγες κι εσύ βέβαια που πήγες, τώρα ξέχνα το, πες ότι ήταν ένα κακό σεξ…”. Ο βιασμός δεν είναι σεξ. Και όχι δεν έφταιγα. Και όχι δεν το ξέχασα. Μαλακισμένη.
Οι κοντινοί μου άνθρωποι ξέρουν. Είχα στήριξη, πήρα πολλή αγάπη από τους δικούς μου ανθρώπους, ένιωσα ασφάλεια ξανά. Ένας πρώην μου, που το έμαθε τον έψαχνε να τον βρει να του σπάσει κυριολεκτικά τα πόδια, του είχε γίνει σχεδόν εμμονή, ένιωθε ότι έφταιγε κι αυτός μόνο και μόνο γιατί ήταν άντρας. Αλλά εγώ δεν ήθελα να λερωσω τα χέρια μου, καμία εκδίκηση δεν θα με έκανε να νιώσω καλύτερα. Καμία εκδίκηση δεν θα ισοφαριζε αυτό που είχε συμβεί. Ήθελα μόνο να πάω παρακάτω. Και πήγα. Με τραυματα, με πληγές, με κουσουρια, αλλά πήγα.
Δεν νιώθω μίσος πια, δεν νιώθω τίποτα. Ούτε φόβο νιώθω. Δεν ξέρω αν αυτό είναι νίκη ή ήττα, νιώθω μόνο τυχερή που επιβίωσα. Γιατί αλλες δεν τα κατάφεραν. Να μην είστε σιχαματα, να μην κατηγορείτε τα θύματα. Άλλη αντέχει να μιλήσει, άλλη δεν θα βρει ποτέ το κουράγιο. Καμία ωστόσο δεν θα ξεχάσει. Ποτέ.

Loading